Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Ματαιότητα…



Έρχεται κάποτε η στιγμή εκείνη που το προσωπικό όνειρο...
του καθενός μας αρχίζει να ξεθωριάζει. Η ικανότητά μας να εξυπηρετήσουμε το κέντρο του στόχου και των προσδοκιών μας, το νιώθεις, αρχίζει να φθίνει. Το μυαλό μας πλασμένο για μεγάλα επιτεύγματα αδυνατεί να κατανοήσει την αρχή του τέλους της διαδρομής μας. Συνεχίζει να θέλει, να οραματίζεται, να δημιουργεί. Μα το θνητό κορμί μας παύει να συνδράμει ικανοποιητικά. Λειτουργεί σαν τροχοπέδη στην προσωπική μας ανέλιξη, πονά, παλεύει γερνώντας ν’ ακολουθήσει τις πνευματικές μας ορέξεις.
Αυτά σκεφτόμουν καθώς περπατούσα μέσα στη νοτισμένη ατμόσφαιρα, χρονιάρα μέρα. Υγρασία μπερδευόταν με το εσωτερικό μου κλάμα. Τόση παγερή μοναξιά τριγύρω… Καλά λένε τη νιώθεις εντονότερα στις γιορτές…
Με σκοτεινή διάθεση κοιτούσα τα παραμελημένα σπίτια, τ’ αδέσποτα σκυλιά βουτηγμένα στη λάσπη. Κοντοστάθηκα σε μια γριούλα που υποβασταζόμενη στο μπαστουνάκι της στύλωνε σε μια μεταλλική μπάρα με τα μάτια αυστηρά κλειστά. Σαν λυμένη σημαδούρα που έχασε το σκοπό της.
Ένα σφίξιμο καρδιακό, ένας επαναλαμβανόμενος βρόγχος μ’ έπνιξε ξαφνικά και μ’ εμπόδιζε να βγω στο φως. Αγνοούσα αν ήταν πεθαμένη, αν είχε άνοια ή ακόμη χειρότερα αν γνώριζε τη μοναξιά της και την κλεψύδρα του χρόνου που άδειαζε.
Δύστυχη γριούλα, σκέφτηκα, και σκίρτησα από οίκτο και συμπόνοια. Τι λανθασμένη ετικέτα! Λες και δεν ήταν ποτέ παιδούλα, ερωμένη, σύζυγος, μαμά. Άραγε ήταν, ασυγχώρητα ολομόναχη και ζωντανή αυτές τις άγιες μέρες, μαλωμένη με τους δικούς της ή ακόμη χειρότερα αυτοί απλά αδιαφορούσαν για την ύπαρξη και τις ανάγκες της;
Γύρισα λυπημένα το βλέμμα μου στο βρώμικο δρόμο με τα ξέχειλα σκουπίδια να απλώνονται στο οδόστρωμα. Εκεί φιλοξενούνταν οι καθημερινές τραγικές ιστορίες των κατατρεγμένων ανθρώπων. Αυτός απομυζούσε κάθε υπόλοιπο ανθρωπιάς που μας έχει μείνει. Σταμάτησα σκυθρωπός στο λερό πεζοδρόμιο που τόσοι άστεγοι ποτίζουν τα κρύα βράδια με τους λυγμούς, τον ιδρώτα και τις ανθρώπινες εκκρίσεις τους. Τώρα τελευταία σταματώ ασυνείδητα και στα ξέμπαρκα ασπρόμαυρα χαρτιά που στολίζουν τις κολώνες ρεύματος. Αυτά που δηλώνουν απώλεια, ανυπαρξία, ημιτελή πλάνα μιας άλλης ζωής. Δύο δεκαετίες, τρεις, τέσσερις… ατελέσφορα σχέδια, χαμένα όνειρα… ξαφνικό και απροετοίμαστο πέρασμα στη παντοτινή σκοτεινιά…
Γιατί Άνθρωπε πάντοτε στο φινάλε φιλοσοφείς και δεν αδράχνεις τη ζωή σου καθημερινά, κάθε ζώσα στιγμή; Γιατί το προσπερνάς; Γιατί το κρύβεις, γιατί το σκεπάζεις σαν παιδί για σένα το Μοιραίο; Γιατί το θεωρείς ξένο και μακρινό αλλά όχι οικείο και δεμένο μαζί σου παντοτινά; Γιατί αφήνεις αδιάφορο το τετελεσμένο και δεν το αφήνεις να ζει μαζί σου καθημερινά, να σε συμβουλεύει διακαώς, ώστε να το γνωρίζεις σαν ερωμένη όταν θα το αποχαιρετίσεις για τελευταία φορά. Να μη σε βρει έκπληκτο και πανικόβλητο αλλά πράο και ενήμερο, ψυχικά έτοιμο και ευτυχισμένο που σου δόθηκε το προνόμιο να ζήσεις…
Ξέσπασα σε λυγμούς αδυνατώντας να κατανοήσω πως γκρεμίζεται σε μια στιγμή το ανθρώπινο όραμα για ευτυχία. Αρκεί να σταθείς και να παρατηρήσεις, να συναισθανθείς, να δεις από τι πραγματικά είσαι φτιαγμένος. Ένας επίπλαστος επαναστάτης, ένας σχεδιαστής αναρχικών συνθημάτων που απλώς προκαλείς, λες και έχεις κάποιο δικαίωμα στο φινάλε…
Μου φάνηκε πως η γριούλα έγνεψε καταφατικά κουνώντας αργά το οστέινο κεφάλι της… Σαν να συμφωνούσε με τις σκέψεις μου, σαν να τις είχε νιώσει χρόνια πριν κι αυτή. Μάλλον τότε που αποφάσισε να τις κάνει μέρος της παραπαίουσας ζωής της. Που τις θεώρησε δεδομένες και αναπόφευκτες…
«Ματαιότητα, γιέ μου», βούιξαν οι σιωπηρές λέξεις της μέσα στο μυαλό μου. «Ένα διάλλειμα είναι η Ζωή και οι αναμνήσεις της ασήκωτο φορτίο»…

Ιωάννης Κασσής