Ο αττικός ουρανός είχε
βαφτεί κόκκινος από το χρώμα...
του ήλιου που για μια άλλη μέρα πήγαινε να
αναπαυτεί. Στην μικρή πόλη των Αθηνών που σιγά σιγά είχε αρχίσει να
αναπτύσσεται μόλις τριάντα περίπου χρόνια από τον ξεσηκωμό του γένους λίγα ήταν
τα μεταφορικά μέσα. Οι πιο πολλοί άλλος με κάποιο ψωριάρικο άλογο, άλλος με
κάποιο υπομονετικό γαϊδουράκι έκανε τις δουλειές του και τα έφερνε πέρα με
δυσκολία. Δύσκολα χρόνια τότε να θες να μετακινηθείς σε μεγάλες αποστάσεις αφού
τους πιο πολλούς τους έτρωγε ο εξαντλητικός ποδαρόδρομος.
Είχε δίκιο λοιπόν να
περηφανεύεται και να καμαρώνει ο μπάρμπα Στέργιος όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι
του. Όλα του τα χρόνια δούλεψε σκληρά από απλός βαστάζος και χαμάλης μέχρι
νεκροθάφτης για να μαζέψει χρήματα. Τώρα πια όμως το όνειρο του είχε
πραγματοποιηθεί. Το πολυπόθητο αμαξάκι του που το έσερναν δύο κατάλευκα και
πανέμορφα άλογα ήταν πια πραγματικότητα. Μόλις δύο μέρες νωρίτερα του το είχαν
φέρει από την Γαλλία στο λιμάνι του Πειραιά. Μέχρι την άφιξη του καραβιού κάθε
μέρα πήγαινε με λαχτάρα στο λιμάνι καρτερώντας την αγορά που είχε κάνει από την
εξευγενισμένη Δύση. Επιτέλους το όνειρο του είχε πραγματοποιηθεί. Και ήταν τόσο
μεγάλη η χαρά του που χαμογελούσε σαν μικρό παιδί συνέχεια.
- Καλές δουλειές
μπάρμπα Στέργιο του φώναζαν οι θαμώνες του καφενέ κάπου στο κέντρο της πόλης
που χρόνια μετά θα γίνονταν η οδός Πανεπιστημίου.
- Ευχαριστώ πολύ παιδιά
. Ότι πιείτε σήμερα κερασμένο από μένα. Οι καφέδες το κρασί ακόμη και ο
ναργιλές.
- Γελάνε και τα
μουστάκια σου κυρ Στέργιο απόψε φώναζε κάποιος άλλος. Πότε θα ξεκινήσεις τα
δρομολόγια;
- Από σήμερα το βράδυ
παιδιά απαντούσε ο χαρούμενος αμαξηλάτης.
Όπως ένα μικρό παιδί
που πήρε δώρο ένα ποδήλατο έτσι και ο μεσόκοπος εξηντάρης ήρωας μας. Με ένα
πανί στο χέρι γυάλιζε συνέχεια την άμαξα ώστε να λάμπει από καθαριότητα και
χάιδευε με αγάπη τα δυο περήφανα άλογα που σε λίγη ώρα θα άρχιζαν το δύσκολο
και επίπονο έργο τους. Στις δυο πόρτες της ξύλινης καμπίνας μάλιστα είχε γράψει
με χρυσά καλλιγραφικά γράμματα τον αριθμό 1854 ,η ημερομηνία δηλαδή που η άμαξα
του θα άρχιζε τα δρομολόγια. Μέχρι και φράγκικη στολή είχε φορέσει ο ίδιος για
να τραβήξει το ενδιαφέρον των πελατών. Ένα μαύρο κοστούμι με ένα άσπρο
πουκάμισο και στο κεφάλι του ένα μαύρο ημίψηλο καπέλο. Βέβαια... οι κακές
γλώσσες που πάντα σχολιάζουν την προκοπή των ανθρώπων έλεγαν πως αυτή την
ενδυμασία την είχε κρατήσει από τότε που δούλευε σαν "κοράκι" και
οδηγούσε πολλούς Αθηναίους στην ύστατη τους κατοικία. Δεν ασχολούνταν όμως με
τέτοια κακεντρεχή σχόλια ο καλόκαρδος Στέργιος. Γνώριζε πως η τίμια δουλειά δεν
είναι ντροπή.
Το ρολόι της εκκλησίας
χτύπησε έξι φορές. Ήταν λοιπόν η ώρα που θα ξεκινούσε το πρώτο του δρομολόγιο.
Άρχιζε να νυχτώνει σιγά σιγά και όλο και θα συναντούσε κάποιον πελάτη να τον
πάει πιο σύντομα στον προορισμό του.
Σκαρφάλωσε με δυο
δρασκελιές στην θέση του άμαξα πήρε τα γκέμια στα χέρια του και αφού
σταυροκοπήθηκε τρεις φορές τα τίναξε με δύναμη δίνοντας το σύνθημα στα άλογα να
ξεκινήσουν. Το ολοκαίνουργιο αμαξάκι μέσα από τις επευφημίες των θαμώνων του
καφενέ είχε ξεκινήσει για το πρώτο του μεροκάματο. Δε δυσκολεύτηκε να βρει τους
πρώτους του πελάτες και να αρχίσει τα δρομολόγια. Το πρώτο ήταν μέχρι την
περιοχή της Μπουμπουνίστρας την σημερινή συμβολή των δρόμων Όθωνος και Αμαλίας
που εκείνα τα χρόνια ήταν απλά χωράφια και... εκτός σχεδίου πόλεως. Αφού άφησε
εκεί τον πρώτο ικανοποιημένο πελάτη κινήθηκε προς τα Περιβολάκια μια περιοχή
που ήταν στις παρυφές της πρωτεύουσας αλλά μετά από χρόνια θα μεταμορφώνονταν
στην πολύβουη πλατεία Εκεί συνάντησε δύο Γάλλους στρατιώτες που του ζήτησαν να
τους πάει στον Πειραιά για να επιβιβαστούν στην γαλλική κορβέτα που είχε
αγκυροβολήσει στο λιμάνι του.
- Να ένα καλό
δρομολόγιο για μένα σκέφτηκε ο Στέργιος και χτυπώντας με τα γκέμια τα άλογα
ξεκίνησε για την μακρινή διαδρομή.
Θα είχε πάει δέκα η ώρα
το βράδυ όταν η άμαξα άφησε τους τελευταίους πελάτες στο μελλοντικό πολύβουο
λιμάνι. Στάθμευσε για λίγο την άμαξα κατέβηκε από την θέση του και αφού έδωσε
λίγο πίτουρο στα άλογα τα άφησε να ξαποστάσουν ενώ ο ίδιος ταυτόχρονα άναψε τα
δυο καντηλέρια που ήταν στην κορυφή της αμαξάς.
- Για πρώτη μέρα πήγαμε
πολύ καλά σκέφτηκε ο Στέργιος. Μπράβο Ψαρή μου, μπράβο Μαριώ μου με βγάλατε
ασπροπρόσωπο συμπλήρωσε και χάιδεψε ελαφρά τις χαίτες των δύο γεροδεμένων ζώων.
Τα δύο τελευταία λες και κατάλαβαν την γλώσσα του αφεντικού τους χρεμέτισαν
φιλικά και ακούμπησαν με την μουσούδα τους το χέρι του Στέργιου.
- Τώρα επιστροφή στο
σπίτι για ξεκούραση και αύριο πάλι πρωί πρωί για δουλειά. Μακάρι να βρω και
κανένα αργοπορημένο πελάτη στον δρόμο, θα είναι ο καλύτερος τρόπος να κλείσει
η πρώτη μέρα.
Δεν πέρασαν λίγα λεπτά
που είχε κάνει την ευχή ο αμαξάς όταν στην άκρη του ερήμου δρόμου αντίκρισε μια
γυναίκα μαυροφόρα να του κάνει νόημα να σταματήσει.
- Κοίτα να δεις που η
ευχή μου έπιασε αμέσως σκέφτηκε ο αμαξάς και κρυφογέλασε.
Σταμάτησε την άμαξα
ακριβώς δίπλα στην μοναχική μαυροφορεμένη και με ένα σάλτο πήδηξε από την θέση
του στον δρόμο.
- Καλησπέρα σας κυρία
μου ,που θέλετε να σας πάω, πηγαίνω προς την Αθήνα.
Η γυναικεία σιλουέτα
δεν ανταποκρίθηκε στην ερώτηση του αμαξηλάτη. Κατέβασε αργά το χέρι της και με
μια χαμηλή σχεδόν ξεψυχισμένη φωνή του απάντησε.
- Πήγαινε με στην
Πλάκα. Εκεί είναι ο προορισμός μου, εκεί θα κατέβω για να ξεκινήσω.
Ο αγαθός αμαξηλάτης δεν
έφερε αντίρρηση στην παραγγελία της παράξενης γυναίκας. Με περίσσεια ευγένεια
άνοιξε την πόρτα του κουβουκλίου για να επιβιβαστεί ο τελευταίος πελάτης. Της
πρόσφερε μάλιστα το χέρι του για να την βοηθήσει να ανέβει αλλά αυτή με μια κίνηση
του χεριού της τον απομάκρυνε.
- Μην με αγγίζεις σε
παρακαλώ. Μπορώ να ανέβω και μονάχη μου του απάντησε.
Με δυσκολία
επιβιβάστηκε στην άμαξα και στην διάρκεια της επιβίβασης ο μπάρμπα Στέργιος
παρατήρησε πιο προσεκτικά την παράξενη γυναίκα. Φορούσε ένα μακρύ μαύρο φόρεμα,
σχεδόν φθαρμένο σε πολλές μεριές ενώ το πρόσωπο της το κάλυπτε ένα μαύρο βέλο
που κατέληγε σε ένα μαύρο γυναικείο καπέλο Το παράξενο και πιο πολύ απόκοσμο
ήταν πως αντί για κάποιο μενταγιόν στον λαιμό φορούσε μια μικρή μαυρισμένη από
τα χρόνια αλυσίδα στην οποία κρέμονταν ένα μικρό ψαλίδι... Ένα ελαφρύ αεράκι
φύσηξε εκείνη την στιγμή και το βέλο σηκώθηκε για λίγο αποκαλύπτοντας το
πρόσωπο της γυναίκας.
Ήταν το πρόσωπο μιας
γριάς πολύ άσχημης με ουλές στο πρόσωπο που πιο πολύ έφερναν σε παλιές πληγές
γεμάτες πύον όμως και λιγδιασμένα άσπρα μαλλιά που μερικά έπεφταν στο στήθος
της. Οι κόγχες των ματιών λες και είχαν χωθεί μέσα στο κρανίο και με δυσκολία
μπορούσε να διακρίνει κάποιος ότι εκεί υπήρχαν δύο μάτια. Πιο πολύ θύμισε στον
Στέργιο τα λείψανα που οδηγούσε για ταφή στα κοιμητήρια παρά ζωντανό άνθρωπο
και μια ανατριχίλα διαπέρασε την σπονδυλική του στήλη. Η παράξενη και απόκοσμη
γυναίκα λες και κατάλαβε το ξάφνιασμα του αμαξά και με μια γρήγορη κίνησή της
κάλυψε πάλι το γέρικο πρόσωπο της με το διάφανο κάλυμμα. Κάθισε στην θέση της
και αφού βολεύτηκε του αποκρίθηκε πάλι με χαμηλή αδύναμη φωνή.
- Γρήγορα πήγαινε με
στον προορισμό μου και θα πληρωθείς καλά.
Ο Στέργιος ξεροκατάπιε.
Ίσως να είχε μετανιώσει που σταμάτησε να πάρει αυτόν τον παράξενο επιβάτη αλλά
το να έκανε. Ο πελάτης είναι πελάτης και έχει πάντα δίκιο.
Έκλεισε με δύναμη την
πόρτα απ 'το κουβούκλιο για να ασφαλίσει καλά και ετοιμάστηκε να ανέβει στην
θέση του για να ξεκινήσει το δρομολόγιο. Καθ 'όλη την διάρκεια αυτού του παράξενου
συναπαντήματος τα δύο άλογα ο Ψαρής και η Μαριώ είχε αλλάξει η συμπεριφορά
τους. Ήταν ανήσυχα και χλιμίντριζαν φοβισμένα λες και ήθελαν να πουν στον
Στέργιο να μην παραλάβει τον παράξενο επιβάτη. Ο τελευταίος τράβηξε τα γκέμια
για να ξεκινήσουν αλλά τα περήφανα ζώα δεν υπάκουσαν . Σηκώθηκαν ταυτόχρονα και
τα δύο στα πίσω τους πόδια χλιμιντρίζοντας διαολεμένα λες και ήθελαν να σπάσουν
τα σκοινιά και να φύγουν ή πιο πολύ λες και ήθελαν να αποβάλλουν τον τελευταίο
επιβάτη. Αν ισχύει πως τα ζώα διαισθάνονται το αρχέγονο κακό που πλησιάζει τότε
ίσως τα δυο άλογα ήταν η καλύτερη απόδειξη.
Ο Στέργιος μάταια
προσπάθησε να κουμαντάρει με τα γκέμια την ανησυχία των δυο συνεργατών του που
είχαν σχεδόν αφηνιάσει. Ύστατη λύση το μαστίγιο. Ξεκρέμασε το βάρβαρο όργανο
από μια θήκη που είχε δίπλα του και μετά από τρία, τέσσερα χτυπήματα τα άτια
υπάκουσαν στις εντολές του. Σαν μανιασμένα άρχισαν να τρέχουν στην δημοσία. Ο
δρόμος έρημος και σκοτεινός. Μοναδικός ήχος ο θόρυβος που έκαναν οι τέσσερις
μεγάλοι τροχοί και η δυνατή ανάσα των αλόγων.
Ο Στέργιος που ήταν
θεοσεβούμενος αλλά και προληπτικός άνθρωπος είχε καταλάβει πως κάτι δεν πήγαινε
καλά. Είχε καταλάβει πως κάτι είχε τρομάξει τα ζώα και αυτό το... κάτι ήταν ο
επιβάτης της άμαξας του. Ήθελε να φτάσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στον
προορισμό του για να απαλλαχτεί από αυτόν τον τρομακτικό επιβάτη. Στο μυαλό του
ήρθαν φωτογραφίες από γκραβούρες του προηγούμενου αιώνα που απεικόνιζαν τον
Θάνατο, επιβάτη σε μια παρόμοια άμαξα να περνάει πάνω από κομμένα κεφάλια και
ανθρώπινα μέλη, σπασμένες σημαίες κρατών και ρημαγμένους θρόνους. Ιδρώτας
άρχισε να λούζει τον αγχωμένο αμαξά. Ίσως είχε επηρεαστεί και ο ίδιος από τις
σκέψεις του, έπρεπε να μείνει όμως σταθερός και ήρεμος στο τιμόνι του μέχρι να
τελειώσει το τελευταίο του δρομολόγιο.
Είχε αρχίσει πια να
μπαίνει στα πρώτα σπίτια της πρωτεύουσας και ο καλπασμός των αλόγων ήταν ο
ίδιος. Δε προσπάθησε να τα ηρεμήσει ,διαισθάνονταν πια πως μετέφερε κάτι
παραφυσικό και μακάβριο. Για μια στιγμή γύρισε το κεφάλι του πίσω να δει τον
δρόμο όταν αντίκρισε ένα στρώμα πράσινης ομίχλης σαν μούχλα να ακολουθεί την
άμαξα.
- Παναγία μου φύλαξε με
από το κακό που με ακολουθεί μουρμούρισε ενώ ο ιδρώτας είχε πια πλημμυρίσει το
πρόσωπο του.
Με την άκρη του ματιού
του διέκρινε ανθρώπους στις άκρες του δρόμου που στο πέρασμα της άμαξας σαν
στάχυα έπεφταν χάμω σπαρταρώντας σαν τα ψάρια που είναι στην στεριά. Άλλοι
έπεφταν στα γόνατα πιάνοντας την κοιλιά τους ουρλιάζοντας και άλλοι ξαπλωμένοι
κατάχαμα πνίγονταν σε αναρίθμητους σπασμούς ώσπου στο τέλος έμεναν ακίνητοι
...για πάντα. Το φρικιαστικό αυτό θέαμα τρομοκράτησε τον Στέργιο που έπιασε τον
σταυρό που ήταν στον λαιμό του και τον κρατούσε σφιχτά στην παλάμη του. Σε όλη
αυτή την διαδρομή του τρόμου ο άτυχος αμαξηλάτης δεν διανοήθηκε να ρίξει ούτε
μια ματιά στον απόκοσμο επιβάτη του από το παραθυράκι που ήταν ακριβώς πίσω
του. Ήθελε πια μόνο να φτάσει στον διαολεμένο προορισμό του και ούτε τα ναύλα
δε θα ζητούσε. Μόνο να ελευθερωθεί από αυτό το χτικιό που κουβαλούσε ήθελε μέσα
στην νύχτα.
Λίγα μέτρα έμειναν ακόμη
και η άμαξα έφτασε στον προορισμό της. Ακριβώς κάτω από την Πλάκα στους
πρόποδες του ιερού βράχου της Ακροπόλεως.
Ο Στέργιος με ένα
γρήγορο σάλτο λες και ήταν κουρσάρος που θα λεηλατούσε κάποιο πλούσιο καράβι
πήδηξε στο έδαφος. Με τρεμάμενα χέρια άνοιξε την πόρτα του κουβουκλίου.
- Φτάσαμε κυρία μου.
Όπως ακριβώς μου παραγγείλατε. Στην Πλάκα.
Περίμενε να αποβιβαστεί
η μυστηριώδης μαυροφόρα αλλά με φρίκη πιο πολύ πάρα με έκπληξη είδε πως στην
άμαξα δεν ήταν μόνο μια γυναίκα αλλά τρεις. Όλες έμοιαζαν λες και ξεπήδησαν από
την πρώτη απόκοσμη μορφή Λεπτές με μαύρο ταλαιπωρημένο φόρεμα, τα πρόσωπα τους
καλυμμένα με βέλο και οι κινήσεις τους καχεκτικές.
Ο Στέργιος έντρομος
έκανε δύο βήματα πίσω. Ήθελε να τρέξει αλλά τα πόδια του δεν υπάκουαν. Λες και
είχε μαρμάρωσει. Οι τρεις μαυροφόρες πια αποβιβάστηκαν από την άμαξα. Μπορούσε
τώρα πια να διακρίνει καθαρά τι κρατούσαν στα χέρια τους. Η μία ένα χοντρό
βιβλίο δερματόδετο και ραμμένο με χοντρή σακοράφα, η δεύτερη ένα μεγάλο κουβάρι
με κλωστή και η τρίτη h,η αρχική του επιβάτης ένα χοντρό σκουριασμένο ψαλίδι με
τις άκρες του βαμμένες με ξερό αίμα.
- Μας έφερες όπως σού
ζήτησα του αποκρίθηκε η απόκοσμη γριά. Τώρα ώρα να πληρωθείς για τις υπηρεσίες
σου.
Έβαλε το χέρι της μέσα
σε μια τσέπη του φθαρμένου της φορέματος και αντί για χρήματα έβγαλε ένα μικρό
καντηλάκι που ήταν μέχρι την μέση με λάδι.
-Παρ το του είπε
χαμηλόφωνα. Είν' η
αμοιβή σου.
Ο αμαξηλάτης με
τρεμάμενο χέρι έπιασε την παράξενη αμοιβή του και την κράτησε στην παλάμη του.
Την ίδια στιγμή οι τρεις μαυροφόρες χάθηκαν στα γραφικά στενά σοκάκια ενώ το
πέρασμα τους συνοδεύονταν από ουρλιαχτά φρίκης, βογγητά, κραυγές πόνου και
ανάσες άμοιρων Αθηναίων που ξεψυχούσαν.
Κατάλαβε τότε ο
Στέργιος πως ο παράξενος επιβάτης ήταν η χολέρα που σε ένα χρόνο θα αποδεκάτιζε
σχεδόν τον πληθυσμό της νέας πρωτεύουσας.
Κρατώντας το καντηλάκι
μέσα στην παλάμη του κατευθύνθηκε προς τα άλογα του για να τα χαϊδέψει.
Παραπάτησε όμως από μια πέτρα και έπεσε χάμω στον κακοτράχαλο δρόμο. Το καντήλι
έπεσε στο δρόμο και έγινε κομμάτια. Το υγρό απορροφήθηκε με λαιμαργία από την ξερή
αθηναϊκή γη. Λίγες σταγόνες έμειναν πια στα δάχτυλα του. Προσπάθησε να σηκωθεί
αλλά ζαλίστηκε. Τα πόδια του ήταν βαριά ,το κορμί του άρχισε να παραδίνεται σε
αμέτρητους σπασμούς. Με δυσκολία έφερε το κορμί του κάτω από την πόρτα του
κουβουκλίου. Η ανάσα του πια είχε γίνει βαριά, δύσκολη. Έστρεψε το κεφάλι του
στα αγαπημένα του άλογα και τα είδε να ξαπλώνονται στο έδαφος βγάζοντας
ματωμένους αφρούς απ 'το στόμα τους. Λίγες ακόμη κινήσεις έκαναν τα γεροδεμένα
τους πόδια και έπειτα έμειναν ακίνητα για πάντα.
Ένα δάκρυ έτρεξε από
την άκρη του ματιού του Στέργιου. Δεν είχε καν την δύναμη να το σκουπίσει με
το χέρι του που είχε παγώσει στον επερχόμενο θάνατο. Γύρισε τα μάτια του προς
την αγαπημένη του άμαξα και η τελευταία γήινη μάτια του έπεσε στο νούμερο που
είχε γράψει με χρυσά γράμματα στην πόρτα. Έπειτα ξεψύχησε αφήνοντας έναν
μακρόσυρτο ρόγχο. Η ματιά του όμως έμεινε καρφωμένη εκεί σε εκείνο το σημαδιακό
και συνάμα μακάβριο νούμερο.
1854. Η χρονιά που η
χολέρα "πάτησε" την Αθήνα.
(Την
ιστορία αυτή όπως και άλλες ανατριχιαστικές θα βρείτε στο δεύτερο βιβλίο των
ΣΚΙΩΝ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΕΡΑ ΟΧΘΗΣ που θα κυκλοφορήσει σύντομα…)
Ανυφαντής
Ντίνος