Καλοκαίριασε πια
για τα καλά και έτσι η φίλη μου η Ζωή είπε...
«Τί λέτε κόρες
πάμε Σαββατοκύριακο στο νησί να κάνουμε μπανάκι και να ανοίξουμε και το σπίτι
πού μου άφησε η γιαγιά μου, μην μάς φάνε τα ποντίκια?»
«Από πότε
έχεις να πάς κυρά μου?»
«Μμμμ, κανένα
χρόνο, από τότε πού πέθανε η γιαγιά μου και λίγο περισσότερο»
«Ε, καλά πού θα
μείνουμε? Ή μήπως μας θές μαζί να σού καθαρίσουμε το σπίτι?» της είπα εγώ
«Όχι καλέ το
σπίτι θέλει πολύ δουλειά για νά κατοικηθεί, θα μείνουμε στης ξαδέλφης μου πού δεν
θα πάει ατό το ΣΚ, οκ?»
«Έ τότε φύγαμε»,
είπε η Καίτη.
«Τί ώρα?»
«Παρασκευή
βράδυ με των 7.30μμ, μεσάνυχτα είμαστε εκεί, τρώμε και βούρ για ύπνο».
Το ταξίδι ήταν
πολύ καλό, το πρώτο με καράβι γι’ αυτό το καλοκαίρι, μακάρι να ‘ρθουν κι άλλα.
Φθάσαμε λίγο
μετά τα μεσάνυχτα, πήγαμε σ’ ένα πολύ ωραίο ταβερνάκι με καταπληκτικό φαγητό και
μετά ταξί και σπίτι, βλέπεις ήταν λίγο πιο έξω από το λιμάνι και εμείς πολύ
κουρασμένες, ψόφιες πέσαμε για ύπνο.
Το πρωί με το
πρώτο φώς της μέρας ξύπνησα ξεκούραστη και κεφάτη, χάζεψα το σπίτι, έφτιαξα
καφέ και τον ήπια στην υπέροχη βεράντα πού έβλεπε την καταγάλανη θάλασσα, αχ
κάτι τέτοια τα ζηλεύω η τρελή... απόλαυσα την ηρεμία και χάρηκα στα ρουθούνια
μου την μυρωδιά της θάλασσας
«Επ, ξύπνησες?»
μέ ρώτησε η Ζωή
«Ναι από ώρα,
είναι φανταστικά εδώ, να το χαίρεται η ξαδέλφη σου
«Πού να δεις της
γιαγιάς θέα», είπε, «…άντε να φάμε πρωινό και πάμε να το δούμε για να πάμε μετά
για μπάνιο
«Το φτιάχνω
εγώ…» είπε η Καίτη, «…εσείς βάλτε μου καφέ. Πώπω ωραία θέα!»
Φάγαμε
γελώντας, βάλαμε τα μαγιό μας και φύγαμε για το σπίτι της φίλης μας, με τα
πόδια... ευτυχώς δεν ήταν μακριά και δεν είχε ανηφόρα... καταπληκτικό, όσο
πλησιάζαμε τόσο πιο πολύ μάς άρεσε
«Σού άφησε ένα
φανταστικό σπίτι η γιαγιά σου φιλενάδα»
«Δίκιο έχετε και
εγώ δεν το θυμόμουν έτσι...»
Ανοίγει και
μάς έρχεται η απαίσια μυρωδιά της κλεισούρας
«Άνοιξε αμέσως
γιατί...»
Τα παράθυρα
ανοίγουν και βλέπουμε τον υπέροχο εσωτερικό χώρο
«Τί όμορφο πού
είναι... καλόγουστα πράγματα είχε η κυρία Ζωή, είσαι πολύ τυχερή φιλενάδα μας»
«Ναι, ας δούμε
και τούς άλλους χώρους, μόλις το σουλουπώσω λίγο εδώ θα κάνουμε διακοπές
κορίτσια μου»
«Αχ να’ σαι
καλά Ζωή μου», είπα χαρούμενη
«Το σπίτι των
5 δωματίων παρακαλώ ήταν φανταστικό και ευτυχώς δεν ήθελε και πολλά πράγματα να
κάνεις».
Μπαίνοντας στην
κρεβατοκάμαρα και με το φώς τού ήλιου να το κάνει να γυαλίζει, είδα το πιο
υπέροχο σεντούκι πού έχω δεί ποτέ μου
«Ζωή, μάς
ανοίγεις να το δούμε και μέσα», είπα όλο περιέργεια.
Βέβαια, το
δοκίμασε αλλά είδε ότι ήταν κλειδωμένο!!
«Ούπς, τώρα?»
«Δεν έχεις
κλειδί? Μήπως είναι κάπου εδώ?» ρώτησε η Καίτη
«Μπα δεν
νομίζω... αλλά για στάσου, στα κλειδιά τού σπιτιού υπάρχει και ένα διαφορετικό κλειδί,
λέτε?»
Δοκίμασε και
ναίιιιι το σεντούκι άνοιξε…
«Πωπωπω
θησαυρούς πού κρύβει...»
Παλιά
γράμματα, παιχνιδάκια, ξεραμένα λουλούδια, κοσμήματα, ρουχαλάκια και μερικές
φωτογραφίες... Τό παρελθόν μιας νέας γυναίκας τού τότε πού έκρυβε από όλους και
όλα για πολλά-πολλά χρόνια!
«Μήπως θές να τα
δεις μόνη σου?» ρώτησα την φίλη μου
«Όχι βέβαια,
ελάτε στην βεράντα να τα δούμε μαζί…»
Μάς πήρε
απόγευμα και δεν το καταλάβαμε, συνέχεια είχαμε εναλλαγή συναισθημάτων,
γελάσαμε, κλάψαμε, χαρήκαμε, λυπηθήκαμε, ονειρευτήκαμε αλλά χαρήκαμε πολύ με
ότι έκρυβε ο θησαυρός τού σεντουκιού…
Να ‘σαι καλά
εκεί πού είσαι γιαγιά Ζωή και να’ σαι καλά και εσύ φιλενάδα μας πού τα
μοιράστηκες μαζί μας! Υπέροχα!
Τελικά πήγαμε για
απογευματινό μπάνιο και για ένα καταπληκτικό βραδινό, μιας και μάς είχε κόψει
λόρδα βλέπεις. Θα γυρίσουμε σύντομα γιαγιά και για άλλες εξερευνήσεις!
Ευχαριστούμε πολύ!