Δευτέρα 12 Ιουνίου 2017

Οι κορδέλες της εκδίκησης… Μέρος 9


Ο Άγγελος έφυγε συντετριμμένος με βήματα βαριά, από...
τις αλυσίδες που του ’χαν περάσει οι τύψεις. Ένιωθε πως δεν είχε αέρα στα πνευμόνια του. Και πώς να είχε άλλωστε; Οι ενοχές… σφιχτή θηλιά στο λαιμό του. Αδύνατο να λύσει τον κόμπο. Ένα ματωμένο δάκρυ έσταξε στην καρδιά του. Ήταν όμως κενή η θέση και δεν είχε πού να σταθεί. Έτσι συνέχισε την πορεία του ακολουθώντας τον σκοτεινό και παγωμένο δρόμο της ψυχής του.
Περπατούσε με το κεφάλι σκυφτό. Μια σκοτεινή φιγούρα ένιωσε εμπρός του και σήκωσε τα μάτια. Ένας κουκουλοφόρος προπορευόταν τραβώντας τον από μια αλυσίδα και ο Άγγελος τινάχτηκε από την έκπληξη.
«Τι συμβαίνει, Άγγελε;» άκουσε μια κούφια φωνή. «Δεν με αναγνωρίζεις; Ο φόβος είμαι. Θαρρούσες μήπως ότι δεν υπάρχω;»
Είχε χάσει τη μιλιά του. Και σάμπως θα τη χρειαζόταν πάλι; Τι να την έκανε; Τι να ρωτήσει; «Πού πηγαίνω;» Μα ήξερε. Στον Όλεθρο.
Τίποτα δεν υπήρχε πια γι’ αυτόν.
Η Αριάδνη είχε τερματίσει τη ζωή της εξαιτίας του, επειδή αυτός την είχε εκμεταλλευτεί. Μια αθώα ψυχή που τον αγαπούσε πραγματικά. Και μαζί μ’ αυτήν είχε χάσει και τον Αυγουστή… τον Αυγουστή που’ χε υπάρξει φίλος κι αδελφός.
Δεν είχε νόημα να σκέφτεται. Άλλωστε, τι να σκεφτεί; Ο δρόμος δεν είχε επιστροφή.
Ξάφνου έφτασε στη σπηλιά.
«Μα πώς;;» ψέλλισε. «Πώς βρέθηκα στην καταραμένη σπηλιά;»
Το εσωτερικό της ήταν τεράστιο και σκοτεινό. Γύρω επικρατούσε μια ανατριχιαστική σιωπή.
Προσπαθώντας να συνηθίσουν τα μάτια του… του φάνηκε ότι είδε μια λάμψη. Προχώρησε προσεκτικά προς το μέρος που φώτιζε.
«Είναι κανείς εκεί;» φώναξε και η ηχώ του έστειλε για απάντηση την ίδια την φωνή του.
Μια καυτή ανάσα ένιωσε πίσω στο σβέρκο του κι έκανε να γυρίσει αιφνιδιασμένος. Δεν πρόλαβε να δει κάτι. Πυκνότερο σκοτάδι από το εσωτερικό της σπηλιάς τον τύλιξε κι έπεσε κάτω προλαβαίνοντας μόνο να δει τις αισθήσεις του να του γυρνάν την πλάτη και να τον εγκαταλείπουν.
Όταν συνήλθε, το σκοτάδι ήταν το ίδιο πυκνό. Σηκώθηκε παραπατώντας και χτύπησε πάνω σε κάτι μεταλλικό. Έκανε πίσω κρατώντας το κεφάλι του στο σημείο που είχε χτυπήσει και η πλάτη του ακούμπησε κι αυτή πάνω στην ίδια επιφάνεια. Τρέμοντας από το φόβο του, γύριζε σαν τρελός γύρω γύρω να βρει μια διέξοδο. Όμως….
«Άδικος κόπος, Άγγελε», άκουσε μια ξύλινη φωνή. «Βρίσκεσαι μέσα σε σιδερένιο κλουβί. Μη βιάζεσαι, λοιπόν, να φύγεις».
«Ποιος είσαι;» ρώτησε τρομαγμένος.
«Αυτός που θα σε δικάσει και θα σε καταδικάσει. Ή μάλλον... για να το πω πιο σωστά... αυτός που σε δίκασε και σε καταδίκασε. Η δίκη έγινε και η απόφαση πάρθηκε. Μπορείς να τη μαντέψεις; Άσε, δε χρειάζεται. Δεν θέλω να κουράσω το ηλίθιο κεφάλι σου με σκέψεις που δεν μπορείς να κάνεις. Η απόφαση είναι... Θάνατος, Άγγελε. Σκληρός κι αμείλικτος. Θάνατος τιμωρός. Θάνατος εκδικητικός. Θάνατος θεός, Άγγελε».
Ο Άγγελος άκουγε κάθιδρος. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που ένιωθε φόβο. Προσπάθησε να επικεντρωθεί στη φωνή. Κάτι του θύμιζε. Τι όμως;
«Ποιος είσαι;» ήρθε πάλι η γελοία ερώτηση.
«Ο μεγαλύτερός σου εφιάλτης….»
Και τότε…
Μια φλόγα άρχισε να τρεμοπαίζει και να φωτίζει λίγο το χώρο. Ο Άγγελος είδε μια κόκκινη κορδέλα να καίγεται δεμένη σε μια άκρη του κλουβιού. Προσπάθησε να διακρίνει τη φιγούρα, όμως αυτή κινήθηκε προς άλλη κατεύθυνση και ξαφνικά άλλη κόκκινη κορδέλα καιγόταν σε άλλη πλευρά του κλουβιού… ύστερα κι άλλη… κι άλλη. Σύντομα όλο το κλουβί έγινε μια φλεγόμενη φυλακή, όπου κόκκινες κορδέλες καίγονταν πνίγοντάς τον από τον καπνό. Μόνο όταν η φωτιά φώτισε όλη τη σπηλιά, κατάφερε ο Άγγελος να δει τη μορφή που τον οδηγούσε σ’ έναν φλεγόμενο και αποπνικτικό θάνατο.
«Εσύ;» ρώτησε ασθμαίνοντας.
«Η απάντηση, Άγγελε, είναι… Μόνο εγώ. Δεν θα μπορούσε να είναι κανείς άλλος. Μόνο εγώ».
«Πνίγομαι...», ακούστηκε ξεψυχισμένη η φωνή του Άγγελου.
«Σωστά, Άγγελε. Πνίγεσαι. Αλλά όχι από τον καπνό. Δεν σου φύλαξα αυτό το τέλος», χύθηκε μια φωνή δηλητήριο.
Ο Άγγελος είδε την κορδέλα στα χέρια του και κατάλαβε, μόλις μια στιγμή πριν τυλιχτεί στο λαιμό του, παίρνοντάς του την τελευταία ανάσα.

(συνεχίζεται)

Copyright, Σμαραγδή Μητροπούλου, 2017