Κάποτε ένας τζίτζικας τραγουδούσε σε ένα ψηλό
δέντρο...
Μια αλεπού όμως που ήθελε να τον φάει, να τη σκέφτηκε: Στάθηκε απέναντί
του και θαύμαζε –τάχα- την ωραία του φωνή και τον παρακαλούσε να κατεβεί, γιατί
επιθυμούσε λέει να δει τι ζώο είναι αυτό που βγάζει μια τόσο δυνατή φωνή. Ο
τζίτζικας που κατάλαβε την πονηριά της, έκοψε ένα φύλλο από το δέντρο και το
πέταξε κάτω. Η αλεπού έτρεξε να το πιάσει, έχοντας την γνώμη πως είναι ο
τζίτζικας. Και εκείνος της φώναξε κοροϊδευτικά: «Γελάστηκες φίλη μου, αν
νόμιζες πως θα κατεβώ. Εγώ φυλάγομαι από τις αλεπούδες από τότε που είδα φτερά
τζιτζικιών στο χώνεμα της αλεπούς».
Ο μύθος μας
λέει πως οι μυαλωμένοι άνθρωποι γίνονται πιο προσεκτικοί από τα παθήματα των
άλλων.