Τρίτη 16 Ιουνίου 2015

Νύχτα των αναμνήσεων...

γράφει η Σμαραγδή Μητροπούλου 


Μέρος 4
«Μαρία της Φωτιάς….Μαρία του Πειρασμού…Μαρία της Αμαρτίας…», άκουσε τον άρρωστο να ψελλίζει.
Του έσφιξε δυνατά το χέρι.
Ο άρρωστος έκανε υπεράνθρωπη προσπάθεια και ανασηκώθηκε...

«Αυτή η γυναίκα…δε με άφηνε να ησυχάσω…το κορμί μου, η σκέψη μου, το είναι μου…την ποθούσα και τη μισούσα….τη μισούσα και την ποθούσα…και μισούσα και σένα, γιατί την είχες…μισούσα και μένα, γιατί…γιατί….», ένας δυνατός ξερόβηχας τον έκανε να τρανταχτεί ολόκληρος.
Ο αδελφός Ραφαήλ χλόμιασε.
«Μια πόρνη ήταν…έβλεπα πώς την κοιτούσαν οι άλλοι άντρες…κι εσύ ζήλευες…πέθαινες…κι εγώ….εγώ χαιρόμουν που δεν την είχες πια…Μαρισόλ…δεν ήταν η Μαρία του Ήλιου…όχι…όχι….Φωτιά της Κόλασης ήταν…Μαρία του Πειρασμού…Μαρία της Αμαρτίας…ένα ψέμα…ένα ψέμα…..! Εκείνο το απόγευμα, σας είδα….είδα πώς την παρακαλούσες…να σε ξαναδεχτεί κοντά της….είδα την απελπισία σου….σε είδα να φεύγεις σαν κυνηγημένος….»
Ένα έγκλημα που δε διαλευκάνθηκε ποτέ…κι όμως εγώ ήμουν ο φονιάς…έστω κι αν δεν το’θελα…εγώ…, σκέφτηκε ο αδελφός Ραφαήλ, κάνοντας υπεράνθρωπη προσπάθεια να συγκρατήσει τα δάκρυά του.
«Την πλησίασα….και τότε…τότε την είδα να σαλεύει και να κουνά ελαφρά τα χείλη της. Ήταν ποθητή….ποθητή ακόμα κι έτσι…ένιωσα τον πόθο μου  να φουντώνει και να ζητά διέξοδο να βγει….όχι…δεν έπρεπε…έβαλα το χέρι μου στη μύτη και το στόμα της…ήταν αδύναμη…δεν μπορούσε….λίγο κράτησε…πολύ λίγο…ύστερα…σιωπή!»
Ο αδελφός Ραφαήλ πετάχτηκε επάνω.
«Θεέ μου! Θεέ μου!» κραύγασε. «Γιατί; Γιατί, Αλέξη, γιατί;»
Έπιασε τον άρρωστο από τους ώμους και άρχισε να τον τραντάζει.
«Πώς μπόρεσες να ζήσεις μ’ αυτό το μυστικό; Πώς;» ούρλιαξε.
Είχε περάσει δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια με δάκρυα, προσευχή, τύψεις για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε ποτέ. Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια ζούσε μέσα σ’ ένα ψέμα, στο μεγαλύτερο ψέμα.
«Τα άφησα όλα…τα  έχασα όλα…τη δουλειά μου…τη ζωή μου….τη Μαρισόλ…μόνο αυτό μου απέμεινε…μόνο αυτό…», είπε κι άνοιξε το πάνω μέρος του ράσου του δείχνοντας στον Αλέξη το δαχτυλίδι με το τριαντάφυλλο που κρεμόταν από την αλυσίδα. «Χάραξες την ψυχή μου…την αυλάκωσες…τη γέμισες πληγές…Πώς μπόρεσες; Πώς μπόρεσες;»
«Μπόρεσα….μα….»
΄Ενας δυνατός σπασμός τον έκανε να κόψει τη φράση στη μέση. Ύστερα έμεινε ακίνητος, με τα μάτια ορθάνοιχτα να κοιτάζουν το κενό.
Ο αδελφός Ραφαήλ, με χέρι τρεμάμενο, έκλεισε τα μάτια του νεκρού.
«Ας σε συγχωρήσει Εκείνος», είπε. «Εγώ…εγώ όμως…δεν…δεν μπορώ…»
Άνοιξε την πόρτα του δωματίου.
«Τέλειωσε!» είπε μόνο.
Κι απομακρύνθηκε μέσα στη νύχτα, δίχως να ξέρει πού πάει..
Είχε αρχίσει να χαράζει, όταν τα βήματά του τον οδήγησαν στο κοιμητήριο, εκεί που αναπαυόταν η αγαπημένη του Μαρισόλ.
Σαν έδυσε ο ήλιος γέμισε αίμα η θάλασσα
κι έπαψαν τα τριαντάφυλλα ν’ ανθίζουν….
ένα μοναχά απέμεινε…
πάνω στο δάχτυλο και στην καρδιά σημάδι….
Σιγομουρμούρισε.
Έστειλε ένα φιλί στη φωτογραφία που τον κοιτούσε χαμογελαστή.
«Σ’ αγαπώ! Πάντα θα σ’ αγαπώ….», είπε.
«Ζήσε!» άκουσε ή του φάνηκε πως άκουσε μια απαλή φωνή να του λέει. «Αγάπη μου, ζήσε!»

ΤΕΛΟΣ


Copyright, Σμαραγδή Μητροπούλου, 2015