Ο
σπουδαίος Ιταλός καθηγητής, φιλόσοφος και συγγραφέας Ουμπέρτο Έκο, έφυγε...
από τη
ζωή σε ηλικία 84 ετών, το βράδυ της 19ης Φεβρουαρίου, σύμφωνα με
δημοσίευμα της εφημερίδας Repubblica.
Η
επιβεβαίωση για τον θάνατο του ανθρώπου που εμπνεύστηκε «Το Όνομα του Ρόδου»
και «Το Εκκρεμές του Φουκώ», δόθηκε από την οικογένεια του, λίγες ώρες μετά τον
θάνατο του. Γεννήθηκε στην Αλεσσάντρια του Πιεμόντε, στις 5 Ιανουαρίου 1932.
Το
1988, ίδρυσε το Τμήμα Επικοινωνίας στο πανεπιστήμιο του Σαν Μαρίνο, ενώ από το
2008, διετέλεσε επίσημος καθηγητής και πρόεδρος της Ανώτατης Σχολής
Ανθρωπιστικών Επιστημών, στο πανεπιστήμιο της Μπολόνια.
Ο
Ουμπέρτο Έκο, έγραψε πολυάριθμα δοκίμια για τη μεσαιωνική αισθητική, τη γλώσσα
και τη φιλοσοφία, καθώς και επιτυχημένα μυθιστορήματα, όπως «Το Όνομα του
Ρόδου», που κυκλοφόρησε το 1980 και έγινε ένα διεθνές μπεστ σέλερ με
εκατομμύρια αντίτυπα μεταφρασμένα σε όλο τον κόσμο, ενώ την ίδια τύχη είχε και
«Το εκκρεμές του Φουκώ».
Να φοβάσαι τους προφήτες κι αυτούς που είναι έτοιμοι να
πεθάνουν για την αλήθεια, επειδή κατά κανόνα κάνουν και άλλους να πεθάνουν μαζί
τους, μερικές φορές πριν από αυτούς και καμιά φορά αντί για αυτούς.
Από
τις 12 Νοεμβρίου 2010, ήταν μέλος της «Accademia dei Lincei», στον τομέα
της Ιστορίας και της Φιλοσοφίας. Το τελευταίο του βιβλίο «Year Zero», εκδόθηκε
το 2015 την ημέρα των γενεθλίων του. Για «Το Όνομα του Ρόδου»,
βραβεύτηκε και τιμήθηκε με το βραβείο Strega το 1981, και το Medicis
Etranger, βραβείο που δίνεται στον καλύτερο ξένο λογοτέχνη
στην Γαλλία το 1982...
Με την έναρξη του Β΄
Παγκοσμίου Πολέμου ο Εκο και η μητέρα του μετακόμισαν σε ένα χωριό στα βουνά
του ιταλικού βορρά. Εκεί ο μικρός Ουμπέρτο παρακολουθούσε τις μάχες ανάμεσα
στους φασίστες και στους παρτιζάνους με ανάμεικτα συναισθήματα – συνεπαρμένος
μεν από τη δράση, αισθανόταν εν μέρει ευγνώμων που ήταν τόσο μικρός για να
αναμειχθεί.
Ο
ίδιος θυμάται εκείνη την εποχή «σαν ένα μικρό γουέστερν. Αυτοί οι λόφοι είναι
στη μνήμη μου το θέατρο των στρατιωτικών επιχειρήσεων, στις οποίες ήμουν
αυτόπτης μάρτυρας, στην ηλικία των 12 ετών».
Μετά
τις πιέσεις του πατέρα του, πήγε να σπουδάσει Νομική στο Πανεπιστήμιο του
Τορίνο, αλλά εγκατέλειψε αυτόν τον τομέα και ακολούθησε σπουδές Μεσαιωνικής
Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας.
Έκανε
το διδακτορικό του στην Φιλοσοφία το 1954, ολοκληρώνοντας τη διατριβή του για
τον Θωμά Ακινάτη. Αυτό το θέμα αποτέλεσε και το αντικείμενο του πρώτου του
βιβλίου «Ζητήματα αισθητικής στον Θωμά Ακινάτη».
Άρχισε
την ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία και, παράλληλα, δέχθηκε την θέση του
διευθυντή Πολιτιστικού Προγράμματος στην Κρατική Ιταλική Τηλεόραση (RAI). Αυτό
του έδωσε την ευκαιρία να δει την κοινωνία μέσα από τα μάτια των ΜΜΕ, που τότε
μονοπωλούνταν και ελέγχονταν από την κυβέρνηση.
Το
1959 ο Ουμπέρτο Έκο έχασε τη δουλειά του στη RAI, γεγονός που δεν τον ενόχλησε
ιδιαίτερα, γιατί έτσι άρχισε να ασχολείται περισσότερο με το γράψιμο και τις
διαλέξεις. Με το δεύτερο βιβλίο του («Τέχνη και κάλλος στην αισθητική του
Μεσαίωνα») απέδειξε στον πατέρα του ότι βρήκε τον δρόμο του στη ζωή (και τη
δουλειά που τού ταιριάζει) μέσα από τη λογοτεχνία.
Τον
ίδιο χρόνο έγινε γενικός επιμελητής του μη λογοτεχνικού τομέα του εκδοτικού
οίκου Bompiani στο Μιλάνο και άρχισε να γράφει τη στήλη «Diario Minimo»
(ελάχιστο ημερολόγιο) στην εφημερίδα «Il Verri».
Μέσα από τη στήλη αυτή οι απόψεις του για την γλωσσολογία και την
κοινωνική πραγματικότητα μπήκαν στα σπίτια των Ιταλών. Μέσα από τη στήλη αυτή
άρχισε να εστιάζει το ενδιαφέρον του και να εκλεπτύνει τις απόψεις του στη
Σημειολογία... (mixanitouxronou)