Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

«Ο τουρισμός μας έδωσε λεφτά μα μας πήρε την ψυχή…»


Του Μανόλη Παντινάκη


Όταν πια έλθει η νηνεμία στην τουριστική ταραχή στο σοκάκι της οδού Σουλίου, στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου, τότε επαγγελματίες και μη, με καθαρή σκέψη, θα φτάσουν με το νου τους στη μεγάλη αλήθεια που δεν την κάνουν συνείδηση τα καλοκαίρια, όταν...

ο υλισμός τους κατεδαφίζει την ύπαρξη και τους «τρέχει» μόνο στις ατραπούς του νεοπλουτισμού: «Ο τουρισμός μας έδωσε λεφτά μα μας πήρε την ψυχή…»
Τότε ακριβώς, οι παλαιότεροι θα γυρίσουν και θα κάνουν μια στάση εσωτερικής ξεκούρασης στα «Μπιτσαξίδικα», τα «Μαχαιράδικα» παλαιότερα, και στα «Τσαγκαράδικα» μετά, στο χωματόδρομο του στενού «στις ήσυχες εποχές με τους σαράντα και πενήντα τσαγκάρηδες, τους ντρέτους και δουλευτάδες». Κάνοντας αυτή τη στάση, ο Αντώνης Ορφανός, απόστρατος ανώτερος αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος, βλέποντας κατάματα την πραγματικότητα, θα βάλει το μεγάλο ερώτημα που έως τώρα δεν έχει βρει απάντηση: «Σε ποιό μαγαζί πουλιέται το φιλότιμο και η ανθρωπιά; Μπαίνουν στη ζυγαριά και πουλιούνται με το κιλό;»
Και ενώ από το 1974 και μετά οι μάστορες του δέρματος που «καλίκωσαν χιλιάδες» άρχισαν να αφήνουν το σοκάκι μαζεύοντας τα σύνεργα, και να παραχωρούν τις γωνιές τους στους… νέους εισβολείς επιδιώκοντας «τα οφέλη της τουριστικής βιομηχανίας», η «μάχη» ανάμεσα στα δυο περιβάλλοντα είχε και απώλειες, που ήταν ορατές από καιρό, όμως οι περισσότεροι τις έκρυβαν σκοπίμως κάτω από το χαλί…
Εδώ, πλέον, δεν υπάρχει μέτρο μα ούτε και φραγμός στο χειμαρρώδες κύμα του ευρώ, που έρχεται από την Ευρώπη και άλλες χώρες για να… αποπληρώσει το άκρατος πάθος του πλουτισμού των νεοελλήνων. Αλίμονο! Η… εισβολή έφερε το χάος τα καλοκαίρια στο δρόμο με τους στεναγμούς του τουρισμού και την αλλοτρίωση στις αξίες. Είναι τυχαίο, που τους μήνες της τουριστικής έξαρσης, διαπιστώνει ο Γιάννης Μαυρογιαννάκης, «σπανίως θα ακούσεις ελληνική λέξη;».
Η ΚΡΗΤΗ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΑ ΒΑΘΗ
Και η πόλη στον κορεσμένο, τουριστικά, ιστορικό της ιστό, αναμενόμενο ήταν, να μείνει μεν με τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά στο μεγάλο της μέρος, όμως να χάνει την αυθεντικότητα της στο κοινωνικό της περιβάλλον και τα στοιχεία αποξένωσης να πολλαπλασιάζονται χρόνο με το χρόνο. Η εύπλαστη ευμάρεια υποδούλωσε κανόνες και αξίες, υποδούλωσε και τους ίδιους!
Θυμάται τα «Τσαγκαράδικα» ο κ. Ορφανός: «Ήμουν 10 χρονών, έμενα δίπλα στον «Πλάτανο» και το σοκάκι ήταν με χώμα. Κάθε μαγαζάκι είχε και τον τσαγκάρη του, είχε και δερματέμπορους. Περνούσε μια ωραία κοπέλα από εδώ και ο πρώτος μάστορας έδινε το σύνθημα, χτυπώντας με το σφυράκι του. Ακολουθούσε πανδαιμόνιο χτυπημάτων και από τους άλλους. Αντιλαμβάνεστε το κλίμα! Οι εικόνες που έχω, είναι πραγματικά νοσταλγικές από εκείνα τα χρόνια. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 γέννησε η γυναίκα του μαστραντώνη του Φραγκιαδάκη στην κλινική του Λυράκη και ο άνθρωπος δεν μπορούσε να πληρώσει όλα τα χρήματα του τοκετού και συμφώνησαν να του τα καταβάλλει σταδιακά. Κάθε μέρα, λοιπόν, περνούσε από το στενό ο Λυράκης και του το υπενθύμιζε με το «Καλημέρα σας κύριε Αντωνάκη». Όταν πια τον αποπλήρωσε, σταμάτησε να περνά και να τον καλημερίζει…
»Εδώ, πραγματικά, υπήρχε μια ζωντανή κοινωνία που λειτουργούσε κάτω από σπάνιους κανόνες. Τότε, κατέβαινα από τη «Μεγάλη Πόρτα», έλεγα το καλημέρα σε δέκα ανθρώπους και μου του ανταπέδιδαν οι έντεκα και τώρα κατεβαίνω, συναντώ είκοσι και μου απαντούν ένας-δυο. Το Ρέθυμνο, δυστυχώς, χάνει τη φυσιογνωμία του και για να βρεις το ατόφιο πρόσωπό του πρέπει να ταξιδέψεις στα ενδότερα, εκεί που υπάρχει και η ουσία…»
Ολιγόλεπτη στάση, όμως, στην τσαγκαρογειτονιά κάνει και ο Γιάννης Πιοτογιαννάκης: «Δέκα χρονών και εγώ, έμενα στα «Πεταλάδικα» και συχνά περνούσα με το φίλο μου Γιάννη Βαονάκη από το στενό με τους τσαγκάρηδες, για να πάμε στη θεία του την Αθανασία Σκεπεντζή. Οι τσαγκάρηδες στη δουλειά χωρίς άγχος αν και οι εποχές ήταν φτωχές. Περνούσαν καλά γιατί δεν ζητούσαν πολλά από τη ζωή τους. Σήμερα η εξέλιξη σκέπασε τις αξίες του ανθρώπου…»
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΜΟΧΘΟΥ
Ολιγαρκείς και χωρίς να ζητούν τα περίσσια παρά μόνο τα απαραίτητα, οι τσαγκάρηδες  μέσα στη χαρά και στο χιούμορ, περνούσαν τις ώρες τους επισκευάζοντας ή δημιουργώντας. «Ζούσαν τη ζωή γαλήνια και χωρίς άγχος», λέει έχοντας εικόνες στη μνήμη του ο Γιάννης Μαυρογιαννάκης. «Ήταν μάστορες της καθημερινότητας και του μόχθου, προοδευτικοί οι πλείστοι. Υπήρχε ανέχεια αλλά πολεμούσαν για να επιβιώσουν αυτοί και τα σπίτια τους. Τώρα είναι το χάος, το χειμώνα νεκροταφείο και το καλοκαίρι γίνεται ένας χαμός. Μπορεί να ανεβήκαμε οικονομικά, όμως χάσαμε τις αξίες μας και νιώθουμε την αποξένωση. Παλαιότερα έλεγες και μια καλημέρα και τώρα και αυτή η λέξη πάει να χαθεί από την κοινωνία…»
Όμως μια κραυγή αγωνίας βγαίνει από την Πολυτίμη Ηλικάκη, στο κοντινό στενό της οδού Βιντζ. Κορνάρου για την κοινωνική  μετάλλαξη που επήλθε τόσο γρήγορα: «Σ’ αυτό το δρόμο, πέντε μέτρα από τη Σουλίου, ήρθα το 1974 και δέκα χρόνια πριν ήμουν με τα πέντε μου αδέλφια, λίγο παραπέρα, στο σπίτι του Κοντογιάννη. Όλοι οι τσαγκάρηδες ήταν μαζεμένοι εκεί, σε εκείνο το σοκάκι. Θυμούμαι στην αρχή τα αδέλφια Λελεδάκη, τον Γιάννη και τον Γιώργη που έφτιαζαν στιβάνια, αρβύλες και παπούτσια. Στο ίδιο σημείο θυμούμαι και δυο Αρμένηδες που ακόνιζαν μαχαίρια και παρακάτω ήταν ο Γιώργης ο Δασκαλάκης, ο Βαγγέλης ο Κουτσουράκης, ο δερματέμπορος ο Βασίλης ο Γαλιάκης…»
Όμως, όταν πλέον μπήκε αιφνιδιαστικά η εποχή του τουρισμού,  η πόλη φάνηκε ανέτοιμη να δεχτεί τα κύματα «με τις γεμάτες τσέπες», που θα έβγαζαν «το Ρέθυμνο που… παρήγαγε χαρούπια και χωροφυλάκους», από τη φτώχεια. Το «μεγάλο χωριό» που στέναζε στην ανέχεια και στη συντήρηση, άρχισε να αποκτά σιγά- σιγά στοιχεία νεοπλουτισμού και να χάνει τα στοιχεία της αρχοντιάς. Η… εισβολή είχε αρχίσει να διαμορφώνει ένα νέο τοπίο που χτυπούσε την «καρδιά» του.
«ΠΑΝΕ ΤΑ ΧΑΣΑΜΕ…»
Το στενό με τους τσαγκάρηδες βρέθηκε σήμερα να έχει χάσει την κουλτούρα του και κινείται «στον… κόσμο της εξέλιξης». Γι αυτό και η κυρία Ηλιάκη, βγάζει το θυμό της: «Ήταν οι εποχές ήσυχες, ήταν «ειρήνη υμίν». Οι άνθρωποι ήταν καλοί, ντρέτοι, ωραίοι, φιλήσυχοι και δουλευτάδες. Από το ’74 που ένα-ένα τα τσαγκαράδικα έκλειναν, άλλαξαν και χαλάσανε τα πάντα. Χάσαμε την ανθρωπιά μας και φτάσαμε στην εποχή του ευρώ, της πουτανιάς, της ψευτιάς και της κακομοιριάς. Ο τουρισμός μας έδωσε λεφτά, μα μας πήρε την ψυχή. Εμείς οι ίδιοι δεν προστατέψαμε τους εαυτούς και παραδώσαμε τα πάντα στο χρήμα…»
Ξέρει κανείς σε ποια ζυγαριά μπακάλικου και έναντι πόσων ευρώ πωλούνται η αρχοντιά και το μεγαλείο της κρητικής ψυχής στους καιρούς των νεόπτωχων των μνημονίων; (madeincreta)