Ο Ιούδας, μετανιωμένος για την προδοσία του, θέλησε να επιστρέψει τα τριάκοντα αργύρια στους αρχιερείς, προκειμένου να εξιλεωθεί. Εκείνοι όμως δεν τα δέχτηκαν κι αυτός, αφού τα πέταξε στα πόδια τους, έφυγε κι έδωσε τέλος στη ζωή του. Σε σύσκεψη που έκαναν αποφάσισαν να μην τα συμπεριλάβουν στα γενικά έσοδα του ναού, επειδή προέρχονται από προδοσία, αλλά να αγοράσουν μ’ αυτά τον «αγρό του κεραμέως», μια μεγάλη έκταση ενός λόφου πάνω από την κοιλάδα Εννώμ, για να θάβουν τους ξένους Ιουδαίους, που έρχονται για προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα. (Ματθ. Κζ’ 7-8)
Η έκταση αυτή από «αγρός του κεραμέως» μετονομάστηκε σε «αγρό αίματος», επειδή αγοράστηκε με τα τριάντα αργύρια. Η παράδοση αναφέρει ότι το χώμα της διέλυε τα πτώματα εντός εικοσιτετραώρου, γι’ αυτό και η Αγ. Ελένη φόρτωσε πολλά πλοία και τα έστειλε στο Camro Santo της Ρώμης.
«Αγρό του κεραμέως» ονομάζουμε μεταφορικά σήμερα οποιοδήποτε αγαθό ή ιδιοκτησία μένει αναξιοποίητο, ενώ «αγρό αίματος» αποκαλούμε το περιουσιακό στοιχείο που αποκτήθηκε με αθέμιτα μέσα. Γενικότερα, έτσι χαρακτηρίζονται τα προϊόντα ατιμίας, παρανομίας ή άνομης συναλλαγής.
Η μουσίτσα