Παραμονή Χριστουγέννων, 24 Δεκέμβρη, κάτι μικρά πλασματάκια κάνουν την εμφάνιση τους. Έρχονται να μας ανακατέψουν τη ζωή, να φέρουν τα πάνω κάτω, να ζήσουμε και εμείς μαζί με αυτά καταστάσεις … «έκρυθμης τρέλας»!
Ποια είναι; Κι από που ξεφύτρωσαν; Ναι! Ναι! ξεφύτρωσαν... Γιατί βγήκαν από τα βάθη της γης...
Είναι τα καλικαντζαράκια...
Έναν ολόκληρο χρόνο παλεύουν να κόψουν το δέντρο που στηρίζει τη γη. Ενώ όμως κοντεύουν να τελειώσουν το κόψιμο του δέντρου, φτάνουν τα Χριστούγεννα... Τότε αφήνουν κάτω τα πριόνια και τα τσεκούρια κι αποφασίζουν ν' ανέβουν στη γη να γλεντήσουν λιγάκι, πειράζοντας τους ανθρώπους...
Όταν φθάνει το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, από φόβο μη βουλιάξει η Γη και τους πλακώσει, φεύγουν γρήγορα, κι ανεβαίνουν πάνω στη Γη για να «τυρρανέψουν» τον κόσμο.
Λένε πως η ύπαρξη τους βρίσκεται στα πολύ παλιά χρόνια. Οι Αρχαίοι, πίστευαν πως οι ψυχές έβρισκαν την πόρτα του Άδη ανοιχτή και ανέβαιναν στον απάνω κόσμο τριγυρνώντας χωρίς έλεγχο και περιορισμούς.
Αργότερα οι Βυζαντινοί, γιόρταζαν το Δωδεκαήμερο με μουσικές, τραγούδια και μασκαρέματα. Οι άνθρωποι έχοντας κρυμμένα τα πρόσωπά τους, πείραζαν τον κόσμο, έμπαιναν μέσα στα σπίτια, αναστάτωναν τα νοικοκυριά και γενικά έκαναν με πολύ θάρρος και χωρίς ντροπή, ό, τι ήθελαν. Κι όλα αυτά για δώδεκα μέρες, ως την παραμονή των Φώτων.
Αποτέλεσμα αυτών ήταν, με το πέρασμα των χρόνων να δημιουργηθούν στη μνήμη και στην φαντασία του λαού, ως τα μικρά αλαφροΐσκιωτα πλάσματα που τα ονόμασε καλικάντζαρους ή παγανά ή καλιοντζήδες ή τσιλικρωτά ή σκαλικάνζαροι ή καρκαντσέλια ή κωλοβελόνηδες ή κακανθρωπίσματα ή καλλισπούδηδες, κ.τ.λ.
Έτσι στο δωδεκαήμερο των γιορτών λένε, ότι κάθε νύχτα κυκλοφορούν οι «Καλικάτζαροι» στους δρόμους και στα σπιτικά, σαν αερικά, όπως λέγανε οι γιαγιάδες μας.
Ο λαός μας τα παρομοιάζει σαν κάτι μαυριδερά, ψηλά και ξερακιανά όντα που χορεύουνε και σαλταπηδούνε. Άλλοι πάλι σαν σκυλιά, σαν γάτες, σαν ανθρώπους μαλλιαρούς, σαν στραβοπόδαρους ή στραβομούτσουνους με καμπούρες ή σαν μαύρους-κατράμι με ουρά διαβόλου.
Έτσι οι Καλικάτζαροι γυρίζουν στους δρόμους, ανεβαίνουν στα κεραμίδια και καμιά φορά, όπως λένε, μπαίνουν από το τζάκι σε κανένα σπίτι που δεν είχαν θυμιάσει οι νοικοκυραίοι του. Γι' αυτό, για καλό και για κακό, εκείνες τις μέρες φροντίζουνε και φράζουνε τις τρύπες των τζακιών με πανιά. Ακόμα καίνε λιβάνι σε θυμιατό και το τοποθετούν στο τζάκι, γιατί οι Καλικάτζαροι δεν αντέχουν αυτή τη μυρωδιά..
Μια παράδοση λέει πως μια γυναίκα πως αφού ετοίμασε τα γλυκά της (βασιλόπιτες, κουραμπιέδες, μελομακάρονα) είδε από το παράθυρο πως ξημέρωσε. Όμως είχε ξεγελαστεί από το φεγγάρι, γιατί λένε «του Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο να 'ναι μέρα».
Έτρεξε και ξύπνησε τα παιδιά της για να τα στείλει με τα γλυκά στο φούρνο. Τα παιδιά σηκώθηκαν. Όμως η αυγή αργούσε να 'ρθει και ξαφνικά σ' ένα τρίστρατο άκουσαν φωνές και γέλια. Σε μια στιγμή γέμισε ο δρόμος Καλικάτζαρους. Άρπαξαν τα παιδιά τους πετάξανε ότι κρατούσανε και αρχίσανε ένα διαβολικό χορό τραγουδώντας:
- Ω!... στραβά ταψιά, με τα ψεύτικα ψωμιά, άλλα με τα άσχημα, πηδάτε, μπρε μπαγάσικα.
Την ώρα που λάλησε ο πρώτος πετεινός, εξαντλημένοι οι Καλικάτζαροι αφήσανε τα ταψιά στα κεραμίδια ενός σπιτιού, κι αρχίσανε να τρέχουνε με στριγκλιές και γέλια, βγάζοντας έξω τις γλώσσες τους «που 'ναι κόκκινες σαν φλογίτσες φωτιάς» και κουνούσανε τις ουρές τους σαν το «φυσερό» εδώ και εκεί.
Σαν ξημέρωσε και βγήκαν τα τρία παιδιά μισολιπόθυμα, χωρίς να έχουν δυνάμεις να σηκωθούν. Τα κουνήσανε, τα ραντίσανε αγιασμό και όταν συνήλθανε, διηγήθηκαν τι τους είχαν κάνει οι Καλικάτζαροι.
Αυτά διηγιότανε και όλοι φοβότανε να βγουν αξημέρωτα από τα σπίτια τους όλο το Δωδεκάμερο.
Πολλοί οι μύθοι και οι θρύλοι, πολλές οι μυστηριώδεις ιστορίες από τα μικρά αυτά πλασματάκια, που όπως κι αν είναι, ό, τι κι αν κάνουν, αυτό που επιδιώκουν είναι να μας παρασύρουν στον τρελό χορό τους και στις απίστευτες σκανταλιές τους.
Βγαίνουν τη νύχτα και γυρνούν και κάνουν χίλιες τρέλες,
στους δρόμους και στα μαγαζιά μπερδεύουν τις ταμπέλες.
Γλιστράνε μες στα σπιτικά από τις καμινάδες
και μαγαρίζουν τα γλυκά που φτιάνουν οι κυράδες.
Μπαίνουν μες στα φουρνιάρικα σα λείπουν οι ψωμάδες
και χώνουν τις χερούκλες τους μέσα στους λουκουμάδες.
Μαγεύουνε τα ζωντανά κι οι γάτες κελαηδούνε,
οι κότες νιαουρίζουνε κι οι γάϊδαροι λαλούνε…
Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας
Καλλιόπη Γραμμένου
Δημοσιογράφος-Παιδαγωγός