Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2019

Κουβέντα στην «αυλή», με τον συγγραφέα Γιώργο Α. Μουτσινά



Ένας άνθρωπος – δημιουργός που δηλώνει «φανατικά»...
αντίθετος με τη μοιρολατρία, ήρθε στην αυλή μας και ανάμεσα στα τόσα που μας είπε, ξεχωρίσαμε αυτό: «Η αισιοδοξία είναι ο κρουνός που θα πληρώσει τη θάλασσα να πλεύσει ακόμα και το πιο απελπισμένο πλοίο». Σκεφτείτε, τα πόσα άλλα μας είπε στη συνέχεια…

Τι σας έχει λείψει από τα παιδικά σας χρόνια;
Περισσότερο μου ’χει λείψει το παιχνίδι στη γειτονιά, τ’ απογεύματα στο χωριό που περνούσα σαν παιδί τα καλοκαίρια μου, στο Πήλιο. Η νοτισμένη μυρωδιά του χώματος στα δρομάκια, όπως έσμιγε με το αργοπορημένο θερινό απόβραδο, οι φωνές της παρέας που ξεθώριαζαν καθώς μαζεύονταν στα σπίτια προτού νυχτώσει κι η δροσιά που ανέδιδε το μαβί σούρουπο ανατιμούνται σε σπάνια όλο και πιο έντονα στη μνήμη μου, όντας πια αστός σε μια μεγαλούπολη που αρκείται στην απρόσωπη συνύπαρξη των κατοίκων της...

Ο αγαπημένος ήρωας των παραμυθιών, ποιος ήταν;
Μπορώ να ξεχωρίσω τον ήρωα που άφηνε ψίχουλα για να φτιάξει το δρόμο της επιστροφής του στην πατρίδα. Κάπως έτσι μας φέρεται κι η μνήμη, θαρρώ· αιμάσσει από το υστέρημά μας για να σκάψει το μονοπάτι με τα υπολείμματά της – κι άλλοτε μας προσφέρει την ανάμνηση σα σωσίβια λέμβο στην απώλεια, άλλοτε πάλι μας την τρίβει στα μούτρα, και σπεύδουμε στην ευεργεσία της λήθης...

Ο κάθε ήρωας των βιβλίων σας, «προδίδει» μικρά μυστικά του εαυτού σας;
Τυχαίνει επί του παρόντος να ’χω καταπιαστεί με την Ποίηση, που μου έχει αποκαλυφθεί να τελεί χρέη διπλής πρακτορείας στο θέμα των ηρώων της! Είτε εκ των υστέρων βλέπω ότι ερήμην μου έχουν πρωταγωνιστήσει σε ποιήματα προσωπικά μου βιώματα που διαφορετικά δεν επρόκειτο ουδέποτε να είχα εκμυστηρευτεί, είτε πολλές φορές φορές η ίδια η σύλληψη του ποιήματος έχει επιτρέψει να αποκτήσουν προσωπική χροιά επινοήσεις αμιγώς φανταστικές. Νομίζω ότι συνάδει με τις αρετές της Ποίησης να μεταχειρίζεται την έμπνευση και το βίωμα σα συγκοινωνούντα δοχεία· να τροφοδοτεί με καύσιμο εμπειρίας τη γραφή, η γραφή με τη σειρά της να υποδύεται την εμπειρία, και το αντίστροφο...

Ποιο θεωρείτε ως Θείο δώρο στο χαρακτήρα σας;
Το ότι ποτέ στη ζωή μου δεν πίστεψα ότι παρέκκλινα από το μέσο όρο· ότι έπραξα κάτι που δεν έχει πραχθεί, ότι είπα κάτι που δεν έχει ειπωθεί, ότι έγραψα κάτι που δεν έχει ήδη γραφτεί. Πάντοτε ακροβατώ, πάντοτε αμφιβάλλω, πάντοτε δεν ξέρω. Ίσως μοιάζει επίδειξη στείρας μετριοφροσύνης, αλλά η αμφιβολία μού επέτρεψε να ψάχνω, να κατασκάπτω τον εαυτό μου και τους άλλους, να χωνεύω λάθη και να επανορθώνω λάθη, να μετρώ πράξεις, συναισθήματα, ανθρώπους κι ανθρωπιά...

Ποιο είναι το βασικό σας ελάττωμα;
Δυστυχώς η φιλενάδα μου η αμφιβολία –χωρίς να με ρωτήσει– κουβάλησε μαζί της και την αδερφή της, την υποχώρηση! Κι αυτή λυμαίνεται αφειδώς τη δεκτικότητά μου και την εξαργυρώνει σε ήττα: μέχρι και σήμερα συναντώ τεράστια δυσκολία να αρνηθώ κάτι, οτιδήποτε, κι ας μου είναι επιπλέον φόρτος· συγκαταβαίνω, δέχομαι, δε λέω εύκολα όχι. Φθείρει όμως, πιστεύω, η συγκατάβαση· υπομένεις πράγματα που δε θα ’πρεπε, καταδέχεσαι, δίνεις από τον εαυτό σου εκεί όπου το αντίκρισμα είναι σε έλλειψη...

Τη μοίρα, την θεωρείτε γραφιά της ζωής σας;
Πάντοτε ήμουν αντίθετος με τη μοιρολατρία. Τουναντίον, έχω δει ότι οφείλεις εσύ να ορίσεις κάθε φορά την τετμημένη και την τεταγμένη, να μην αφεθείς· να ζυγίσεις τις καταστάσεις, να κόψεις και να ράψεις, να χαράξεις πορεία. Στον απολογισμό είναι μάλιστα που φαίνεται η ικανότητά μας να υπερβαίνουμε τις συνθήκες και ν’ απορούμε για το πώς μπορέσαμε να κάνουμε όσα κάναμε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μοιάζει ο τότε εαυτός μας σαν κάποιος άλλος, υπεράνθρωπος, κι όχι εμείς... Αν και κάποιες κραυγαλέες εμπειρίες στη ζωή του καθενός μας εύκολα θα μπορούσε να ειπωθεί κατόπιν εορτής ότι έχουν γραφτεί από μια ευφάνταστη, μοιραία πένα!

Πως εκδηλώνετε την αγάπη σας;
Το παράξενο με την αγάπη είναι ότι πηγαίνει κι εκδηλώνεται εκεί όπου δεν την σπέρνουν, γίνεται παιδί, χώνεται σε μικροπράγματα ασήμαντα, καθημερινά. Γλυκαίνει με μια καλημέρα τον πικρό πρωινό καφέ, βγάζει αθόρυβα τα γυαλιά απ’ το πρόσωπό σου όταν έχεις αποκοιμηθεί στον καναπέ κουκουλωμένος με τις έγνοιες της επόμενης μέρας, κάθεται με τις ώρες κι ετοιμάζει φαγητό να βρεις όταν γυρίσεις ερείπιο στο σπίτι απ’ τη δουλειά, σου εμφανίζεται στην πόρτα μ’ ένα μπουκέτο λουλούδια και φιλιά δίχως να έχεις καμιά γιορτή, σε χαϊδεύει στην πλάτη, σε κοιτά και σου λέει «σε καταλαβαίνω», χωρίς να μιλά...

Η αισιοδοξία, υπάρχει στο λεξικό της ζωής σας;
Οποιαδήποτε απόπειρά μου θα είχε εκλείψει προ πολλού, αν δεν αρδευόταν από μια έστω και μηδαμινή δεξαμενή αισιοδοξίας. Οι πιο απαισιόδοξοι για μένα είναι αυτοί που έχουν φυγαδεύσει στα μύχια της επιβίωσής τους τον πλέον λαμπρό βωμό Ελπίδας· σ’ αυτήν απεύχονται το δυσμενές ή αμφίβολο αύριο, το ίδιο που γράφουν τραγούδια ή ποιήματα ποθώντας ολόψυχα να μην υπάρξει και στέλνουν επίπονες σπονδές ν’ ανασύρουν το θρυλικό κορμί της Ευτυχίας από τα έγκατα της απελπισίας τους. Η αισιοδοξία είναι ο κρουνός που θα πληρώσει τη θάλασσα να πλεύσει ακόμα και το πιο απελπισμένο πλοίο.

Με τι ασχολείστε αυτόν τον καιρό;
Αυτόν τον καιρό, την προσοχή μου έχει μονοπωλήσει η απόπειρα της συγγραφής ενός παιδικού παραμυθιού, που πραγματεύεται ένα θέμα για μεγάλους. Κι όλη η δυσκολία του εγχειρήματος είναι ότι παρότι έχω δαπανήσει τριάντα χρόνια προσπαθώντας να ενηλικιώσω τη γραφή μου, τώρα καλούμαι εκούσια να επιστρέψω σα μακρινός συγγενής στη γυμνή αθωότητα της παιδικής σκέψης, αυτήν που οι μεγάλοι μαθαίνουμε να νηστεύουμε πιστά ενώ την αφυδατώνουμε επιδέξια στη λογική μας, κι ύστερα καθόμαστε όλο μελαγχολία κι αναπολούμε το αποξηραμένο ενθύμιο της παιδικότητάς μας...

Ποια είναι η αγαπημένη σας ελληνική ταινία ή ποια πιστεύετε ότι είναι συνοδοιπόρος στη ζωή σας;
Οπωσδήποτε «Τα Κόκκινα Φανάρια», εξαίρετη κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού του Αλέκου Γαλανού. Εμβληματικοί χαρακτήρες με ερμηνείες παλαιάς κοπής, πλαισιωμένοι από την αισθαντική μουσική επένδυση του Ξαρχάκου, που απηχεί το τέλος εποχής μιας παλιάς Αθήνας που όλοι πια έχουμε νοσταλγήσει... Από ξενόγλωσσες, «Οι Ώρες», διασκευή από το ομότιτλο μυθιστόρημα του Μάικλ Κάνινγκαμ, σκιαγραφούν ανάγλυφα τη διαχρονική σκιά της θλίψης στον άνθρωπο, που ασφυκτικά τον περιτυλίγει σε διελκυστίνδα με την αλλοτρίωση της μοναξιάς και την ανυποχώρητη καθημερινότητα...

Ποιο είναι το αγαπημένο σας αντικείμενο, το «γούρι» σας;
Επιτρέψτε μου να μην αναφερθώ σε υλικά αντικείμενα· μου αρκεί ένα στυλό, ένα πρόχειρο σημειωματάριο κι ένας υπολογιστής που μπορεί ν’ ανοιχτεί οπουδήποτε. Το πραγματικό μου «γούρι» όμως είναι η σύντροφος και γυναίκα μου, Κατερίνα: πάντοτε με αφουγκράζεται, πάντοτε με στηρίζει, πάντοτε με υπομένει· είναι εκείνη που λαγοκοιμάται κρατώντας τη μηχανή της ζέσης μας αναμμένη στο διπλανό δωμάτιο, όσο γράφω και σβήνω λέξεις μέσα στη μαύρη νύχτα· φροντίζει να κρατήσει για μένα τρυφερό το μεγαλύτερο κομμάτι της καλοσύνης της έστω κι αν φαίνεται να μου ’χει εκλείψει και η παραμικρή αχτίδα έμπνευσης, να περιθάλψει με τα πιο ζεστά σκεπάσματα τις ιδέες που θα ’ρθουν απρόσκλητες στο νου και το χαρτί μου, να τις ταΐσει με στοργή και να τις πείσει να υπάρξουν...

Ποια είναι η αγαπημένης σας ατάκα;
«Θα δούμε...»

Η εξουσία πιστεύετε, φιμώνει τις τέχνες από φόβο ή από ανικανότητα να τις στηρίξει;
Είναι λυπηρό το ότι ενώ στα σπλάχνα κάθε τέχνης υποθάλπεται ποίηση, η εξουσία μάλλον είναι επιρρεπής στην παραποίηση! Πώς μπορεί η λογική να στριμώξει μέσα σε τέσσερις ξερές ορθές γωνίες το άπλετο απίστευτο; Οι τέχνες είναι υδράργυρος και στα σπανά χέρια της εξουσίας δε στέκονται· κι ό,τι υπολείπεται από την εξουσία να το εννοήσει, εκείνη το βλέπει σα χωράφι να το καρπωθεί, λάφυρο να το κάνει ετσιθελικά δικό της. Φτάνει όμως και το μυαλό της εξουσίας να ομονοήσει με την τέχνη; Είναι ζήτημα νομίζω γονιδίων. Κι όταν αδυνατείς να ρίξεις νερό στο κρασί σου και να πραΰνεις την ανθέλξη, αρχίζεις να φοβάσαι αυτό που δεν μπορείς να καταλάβεις, μήπως θεριέψει και σου πάρει τα πρωτεία, το ανεβάζεις στην πυρά, το ψέγεις, το παραγνωρίζεις...

Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο λόγος που ο Έλληνας δυσκολεύεται να αγκαλιάσει το βιβλίο;
Τώρα μιλάμε για το σύμπτωμα, όχι για τη νόσο· αυτήν που αφήσαμε και πέρασε σαν ξενιστής στο σύστημά μας, μας οργώνει και μας κατατρώει. Η μόδα έχει ξεκοκαλίσει την παιδεία μας ως το μεδούλι και στη θέση της έβαλε κινητά όπου φωτογραφίζεται η γύμνια μας όπως η μάνα της θα ντρεπόταν να την γεννήσει και παραπροσφέρεται σε κάθε ενδιαφερόμενο μαζί με υποσχέσεις της μιας βραδιάς. Κατοικούμε τα σώματά μας σαν ξένοι και τ’ ανταλλάσσουμε με τα μηχανήματα, να επιβεβαιώσουμε από αγνώστους την αρτιότητά μας. Μέσα σε τέτοια δρώμενα, πού να προλάβει να βρει θέση το βιβλίο; Τρυπώνει σε μιαν άκρη με τους ομοτέχνους του κι όλοι μαζί κρίνονται μπανάλ, ξενέρωτοι, ξεπερασμένοι, γραφικοί...

Αν σας όριζαν για λίγα λεπτά της ώρας «νομοθέτη», ποιο νόμο θα θέτατε σε εφαρμογή;
Το πιο βασικό παράπονό μου έχει να κάνει με την παιδεία μας κι ό,τι τη ρυθμίζει. Εδώ και χρόνια έχουμε παρατήσει το ταλαίπωρο κορμί της σ’ ένα ράντζο μιας εντατικής, έρμαιο σε δήθεν πειραματικές θεραπείες που σφυροκοπούν τα παιδιά μας με πληροφορία και τους συνταγογραφούν παυσίπονη γνώση, παραβλέποντας τη μάθησή τους που φυτοζωεί να τα βγάλει πέρα πασχίζοντας να ξεδιαλύνει ποιος απ’ τους πολύφερνους θα τη γιατρέψει. Μεγαλώσαμε συλλέγοντας τα διαπιστευτήρια της επάρκειάς μας, κατακερματίζουμε από δω κι από κει τη φαιά μας ουσία, βουλιάζουμε επιδεικτικά στην κινούμενη άμμο που βαφτίσαμε «τεχνογνωσία», κι αφήσαμε μες στο σωρό να κείτεται σαν ξεχασμένο ρούχο η ευφυία, η πρωτοτυπία, η επινοητικότητά μας...

Αν μια κακιά μάγισσα σαν έκανε με το ραβδί της ζώο, τι θα θέλατε να είστε;
Ανέκαθεν έτρεφα ευσεβείς πόθους να ’μουν εκείνο το εφτάψυχο αιλουροειδές, η γάτα. Θα ’χα στα φτερά μου τον ανεκτίμητο αέρα του να γνωρίζω ότι κι αν κάνω λάθος, δεν πειράζει· έχω ακόμα μια ευκαιρία ζωής! Θα αθωωνόμουν εν λευκώ.

Πιστεύετε στα όνειρα;
Αφήνομαι στα όνειρα στο βαθμό που αυτά υπεισέρχονται στη λογοτεχνία. Ονειροπολώ δηλαδή, επιτρέποντας στο συνεργείο του υποσυνείδητου να εισπράξει τα εισοδήματα του συνειδητού κι έπειτα να τα τακτοποιήσει σε Ποίηση.

Αν σας ζητούσε ένα παιδί μια συμβουλή, τι θα του λέγατε;
Μακάρι να ήμουν σε θέση να δίνω συμβουλές, να ’χω αποστάξει απ’ τη ζωή αυτό το δυνατό άρωμά της. Μόνο ότι έχω σφάλει μπορώ να πω χωρίς να λαθέψω! Αφέθηκα ολοσχερώς στην τοκογλυφία της Ελπίδας, αγόγγυστα της προσευχήθηκα, ενεχυρίασα στα πόδια της όλα τα υπάρχοντά μου – κι ακόμα κρυφοελπίζω, ξέρετε, δεν κόβεται το κουσούρι... Πόσο μάλλον όταν βάζει ο Έρωτας χορηγία τον εγωισμό σου, δεν έχεις πού αλλού να τον μετοικήσεις, παρά στις υποσχέσεις που δίνεις να ξεπεράσεις το αύριο, να φτάσεις, να κάνεις, να γίνεις... Είδατε που πάλι πήρα να ελπίζω;



Ο Γιώργος Α. Μουτσινάς γεννήθηκε το 1989 στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε στο Βόλο. Αποφοίτησε από το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, επιμορφώθηκε στην εκπαίδευση μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ή/ και αναπηρίες και πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στην Ειδική (Ενιαία) Εκπαίδευση στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Από το 2014, εργάζεται ως αναπληρωτής δάσκαλος στη δημόσια εκπαίδευση.
Γράφει ποιήματα, διηγήματα, παραμύθια, παιδικά θεατρικά έργα και λογοτεχνικά δοκίμια στην ελληνική, την αγγλική και την ιταλική γλώσσα.
Κείμενά του (ορισμένα εκ των οποίων υπογεγραμμένα με το ψευδώνυμο «Γιωργής Αλεξάνδρου – Κορνηλιάδης») έχουν δημοσιευθεί σε εγχώρια λογοτεχνικά περιοδικά και έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικές ανθολογίες, ενώ έχουν διακριθεί σε πανελλήνιους και διεθνείς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Από ακαδημαϊκής πλευράς, εργασίες του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνικά και διεθνή έγκριτα επιστημονικά περιοδικά και έχουν συμπεριληφθεί στα πρακτικά αντίστοιχων συνεδρίων.
Τέλος, έχει διατελέσει κριτής σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά, ενώ κατά καιρούς αρθρογραφεί σε εκπαιδευτικές ιστοσελίδες πάνω σε θέματα της επικαιρότητας.
(Για τον ΑΥΛΟΓΥΡΟ και τον Παύλο Ανδριά)