Του Παύλου Ανδριά
Χθές, πότε πέρασε…
πότε έφυγε και τώρα κοιτάζοντας ένα ερειπωμένο κτήριο, κυνηγάω τις αναμνήσεις
του!
Εκείνες,
που μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου με γύρισαν χρόνια πίσω, στα παιδικά μου
χρόνια, τότε που ένα τσούρμο παιδιά με τη συνοδεία των μανάδων μας πηγαίναμε...
Μα
θα μου πεις μες το καταχείμωνο σε έπιασαν τα ταξίδι του νου στις θάλασσες και τις
παραλίες;
Και
όμως ναι! Έχοντας απέναντί μου ένα ερειπωμένο κτήριο, εκεί που κάποτε ο μπάρμπα
Θοδωρής μας έκοβε τα εισιτήρια και εμείς τσιρίζαμε από χαρά βλέποντας το τρένο
να πλησιάζει, θύμωσα και δάκρυσα για την αδιαφορία των τοπικών αρχών… που
αφήνουν τις «αναμνήσεις» μας να σαπίζουν και με τον καιρό να καταρρέουν.
Αυτός
λοιπόν ο σταθμός, ήταν η ζωή μας. Ήταν η πιο αγαπημένη γωνιά του χωριού μου, η
πιο χαρούμενη αλάνα, που από το πρωί μέχρι το βράδυ, τότε τη δεκαετία του ’70 μπούχτιζε
από τρεχαλητά, παιχνίδια και φωνές.
Ήταν
το στέκι μας, εκεί που θα μας έβρισκαν οι μανάδες μας και με το ζόρι θα μας μάζευαν
για να πάμε να διαβάσουμε.
Ήταν
η κρυψώνα μας όταν κάναμε τις σκανταλιές μας στα γειτονικά σπίτια, ήταν η
πιάτσα λίγα χρόνια αργότερα, όταν θέλαμε να δούμε τους παιδικούς μας έρωτες να σεργιανίζουν
στις ράγες για να μαζέψουν… δήθεν παπαρούνες!
Ήταν
με λίγα λόγια το σπίτι μας, το απάγκιο μας, εκεί που κρυμμένοι πίσω από τους
πελώριους κορμούς των ευκαλύπτων καπνίζαμε, αμούστακα ακόμα τα τσιγαράκια μας,
πιστεύοντας ότι έτσι θα μεγαλώσουμε πιο γρήγορα…
Και
τώρα, όλα αυτά είναι παρελθόν, γιατί κάποιοι εσκεμμένα αδιαφόρησαν, εσκεμμένα
πήγαν παρακάτω ισοπεδώνοντας ότι θύμιζε και μύριζε «Ελλάδα», ότι από μόνο του έγραφε
ιστορία, από μόνο του ήταν ιστορία.
Άφησαν
τα πάντα να ερημώσουν, να πνιγούν μέσα στα χόρτα και τα βάτα, να καταρρεύσουν
σιγά σιγά… καθώς τα μαθήματα πολιτικής εξουσίας που είχαν διδαχθεί, είχαν ως
κεντρική ιδέα την καταστροφή!
Αυτό
που δεν κατάφεραν να κάνουν οι φωτιές και οι ανεμοστρόβιλοι, το έκαναν οι κοινοτάρχες
με την ευλογία της κρατικής αδιαφορίας. Το έκαναν αυτοί που με έναν κάλπικο
τίτλο, έπιαναν δυο καρέκλες στο καφενείο και καμάρωναν ως ευνοούμενοι των «δοσίλογων»…
Και
εμείς, με πρώτον εμένα που μες το καταχείμωνο με έπεισαν οι ευαισθησίες, τι
κάναμε; Πότε μπήκαμε μπροστά να τους σταματήσουμε; Ποτέ! Πότε ζητήσαμε
λογαριασμό; Ποτέ!
Ποτέ
δεν κάναμε τίποτα, γιατί και εμείς βολευτήκαμε ή χαθήκαμε στις δουλειές μας. Χαθήκαμε
στα δικά μας «θέλω», αφήνοντας το χθές μας στο περιθώριο, στο χρονοντούλαπο του
παρελθόντος… στα χέρια των «κάποιων».
«Οι
αναμνήσεις ξαναγυρίζουν…» λέει το λαϊκό άσμα και ίσως ήρθε ο καιρός να τις αναστήσουμε,
να τους δώσουμε ζωή, πνοή και να πορευτούμε για ένα καλύτερο αύριο, γεμάτο
αλήθειες και ευαισθησίες…