Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Ν. Βαλαωρίτης: «Ηδονίζεσαι γράφοντας ένα καλό ποίημα»



Ο κύριος Νάνος είναι ποιητής. Ετών 92. Μένει σε παλιά πολυκατοικία Κολωνακίου. Σε σπίτι γεμάτο βιβλία, εφημερίδες και free press. “Ανασαίνει” διαβάζοντας και μετά...

τα ακουμπά – κι ας κακομάθουν- στις πολυθρόνες. Γράφει με MacBook, χρόνια τώρα, και στο μπαλκόνι του υπάρχει κενή υποδοχή για κοντάρι σημαίας.
Συχνά φορά καπέλο, κατεβαίνει σιδερένιο διάφανο ασανσέρ και με βάδισμα “μπερδεμένο” συναντά τους φίλους του, στο “ Πρυτανείο”. Πιάνει κουβέντα και αν είναι στις καλές του, λέει ιστορίες. Με γνώμονα την πυξίδα της ζωής του. Πάντα χαμηλόφωνα, με σταθερή, όμως, φωνή.

Που είναι οι πνευματικοί άνθρωποι; Τους διώχνουμε!
Τους διώχνουμε. Κάθε φορά που πάει να μιλήσει, κάποιος που είναι λιγάκι πιο πληροφορημένος, που έχει σε τελική ανάλυση κάποια πείρα πολύχρονη απ’ έξω, τον έχουνε εξοβελίσει. Αυτό έχει συμβεί όλα αυτά τα χρόνια, δεν είναι πρόσφατο γεγονός.
Όσα χρόνια θυμάμαι, τους υποδέχονται σαν να είναι ξενόφερτοι, προδότες κάποιου φανταστικού εθνικού ιδεώδους. Σαν να φοβούνται ότι έρχονται για να αντικαταστήσουν άλλους σε θέσεις που έχουν κρατήσει σαν πασαλίκι και είναι ακλόνητοι. Και το αποτέλεσμα; Όλα αυτά δημιουργούν μια στάσιμη κατάσταση όπου ποτέ δεν προβάλλεται αυτό που είμαστε. Η ακόμα και η ιστορία μας αγνοείται. Η ιστορία μας, από πού βγαίνουμε.
Σήμερα βρισκόμαστε σε ένα σταυροδρόμι. Ξαφνικά ξυπνήσαμε από έναν αιώνιο ύπνο, τον λέω αιώνιο, αλλά μπορεί να είναι ένα-δύο αιώνες. Αυτός ο ύπνος ήταν η ιδέα που είχαμε για τον εαυτό μας. Ότι είμαστε σπουδαίοι επειδή είμαστε Έλληνες και το όνομα και μόνο αρκεί. Ότι όλοι οι ξένοι μας βλέπανε όπως οι φιλέλληνες σαν σημαντικά πρόσωπα, ιδιαίτερα προικισμένα και ότι είμαστε ο λαός του πολιτισμού. Ε, αυτό δεν ήταν καθόλου έτσι.
Οι Ευρωπαίοι από την πρώτη στιγμή που μάθαν ελληνικά το πρώτο που κάναν ήταν να διώξουν τους Βυζαντινούς που τους τα έμαθαν. Όταν πλέον δεν τους χρειάζονταν, κάναν αυτοί τις μελέτες τους στα αρχαία και είτε λανθασμένα, είτε όχι δημιούργησαν την Αναγέννηση μέσω των ελληνικών γραμμάτων, θεωρώντας ότι είναι κληρονόμοι των αρχαίων. Μα και αργότερα, τους Έλληνες κάτω από τον τουρκικό ζυγό τους θεωρούσαν άχρηστους. Έπρεπε να παραμεριστούν.Μια γενική περιφρόνηση μας κάλυψε τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Και μετά η εκμετάλλευση της Ελληνικής Επανάστασης από τους τραπεζίτες με τα δάνεια. Προεξοφλούσαν τότε το 1/3 σε επιτόκια, και σου δίναν τα 2/3 ή το 1/3 κρατώντας το υπόλοιπο. Δεν παίρναμε, δηλαδή, ποτέ το συνολικό ποσό. Τα επιτόκια δίνονταν προκαταβολικά όπως και σήμερα.
Σήμερα όμως, δε σας φοβίζουν οι τριγμοί της Δημοκρατίας;
Όχι διότι είμαστε δεμένοι χειροπόδαρα ούτως ή άλλως στην Ευρώπη. Δηλαδή το να μας αφήσουν να φύγουμε είναι καταστροφικό γι’ αυτούς οπότε θα αναγκαστούν να μας κρατήσουν μέσα, αλλά υπό όρους δρακόντειους. Θα μας δίνουν λεφτά διότι δεν μπορούν να μας τα στερήσουν διότι αλλιώς καταρρέουμε άρα φεύγουμε.
Παίζεται ένα παιχνίδι γάτα ποντικός, είναι το παιχνίδι το περίφημο ποιος θα αντέξει καλύτερα σε ένα παιχνίδι τέλους, τελείως ακραίο. Ποιος θα σταματήσει πρώτα πριν από το γκρεμό. Αυτό που ξέρουμε από την ταινία “Ένας Επαναστάτης Χωρίς Περιεχόμενο”, αυτό, το Chicken Game.
Και κάπως έτσι φτάσαμε στα άκρα;
Αυτό είναι χαρακτηριστικό δύο πραγμάτων. Αφενός, η ανικανότητα του κράτους να κρατήσει μια εξουσία δίκαιη και αποτελεσματική εναντίον διαφόρων καταστάσεων όπως τα εγκλήματα και οι απάτες. Αυτή είναι η μία πλευρά.
Η άλλη, είναι η οργή για την κατάσταση τη σημερινή. Αυτό δημιούργησε ένα ρεύμα προς τη Χρυσή Αυγή που είναι καθαρά ψυχολογική, δεν είναι πολιτική. Είναι ένα ξέσπασμα. Εξάλλου πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι ψήφισαν Χρυσή Αυγή, είδαν πως φερόντουσαν βάναυσα -σαν τραμπούκοι που είναι οι περισσότεροι- και το μετάνιωσαν.
Μόνο που οι νέοι άνθρωποι φεύγουν. Δύο φορές φύγατε και εσείς.
Έχω φύγει στη Χούντα και πριν από τον Εμφύλιο, τέλος της Κατοχής το ’44. Έφυγα δύο φορές και για τον ίδιο λόγο. Πρώτα απ’ όλα να πάω έξω να δω τι γίνεται και μάλιστα την πρώτη φορά με πολύ μεγάλο κίνδυνο. Η δική μου η φυγή ήταν αντίστοιχη με την φυγή πολλών Ελλήνων το ’40 και το ’60. Αυτό δεν είναι καταρχήν κακό. Το κακό είναι να μη γίνεται καμία κίνηση ούτε προς τα έξω, ούτε προς τα μέσα. Δηλαδή, το να φεύγουν μερικοί νέοι και να γλιτώνουν από την εδώ ακινησία είναι καλό γι’ αυτούς και για εμάς.
Διότι μερικοί από αυτούς θα ξανάρθουν και θα είναι η νέα γενιά από την οποία εξαρτάται η εξέλιξη της χώρας. Παράλληλα, δεν μπορεί σήμερα να συνεχίσει η χώρα με αυτή τη διεφθαρμένη κατάσταση η οποία έχει κατακλύσει όλη την κοινωνία. Πρέπει να ’ρθει μια καινούρια γενιά και αυτά να τα ξεκαθαρίσει. Να ισορροπήσουν λίγο τα πράγματα. Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό επ’ άπειρον. Φρονώ ότι αυτό θα γίνει σε 10-20 χρόνια. Αλλά θα γίνει.
Εν έτει 2012 το να δίνει η Κρατική τηλεόραση βήμα για κήρυγμα μητροπολιτών. Πως το βλέπετε;
Εγώ βλέπω ότι πρέπει να γίνεται χωρισμός της σχέσης Κράτους και Θρησκείας. Δε νομίζω ότι πρέπει αυτό να ενώνεται. Όταν λέμε θρησκεία, εννοούμε τους Ορθόδοξους. Εμείς οι Ορθόδοξοι νιώθουμε καταδιωγμένοι πάντα. Απ’ τους Τούρκους, απ’ τους Δυτικούς και όχι μόνο, φερόμαστε σαν να είμαστε κυνηγημένοι. Έτσι όμως χάνουμε τα προσόντα που σου δίνει μια πίστη. Και μια πίστη μπορεί να σου δώσει προσόντα.
Για παράδειγμα, την εποχή της Τουρκοκρατίας το προσόν αυτό υπήρχε. Η πίστη ωφέλησε για να συγκρατήσει ορισμένες παραδόσεις ή το θάρρος των αγωνιστών. Τα Θάμματα και Οράματα του Μακρυγιάννη είναι πιο σημαντικά από τα Απομνημονεύματά του, διότι μέσα από τις κουβέντες των αγωνιστών φαινόταν ότι όλοι είχαν ένα θρησκευτικό όραμα, μα όλοι. Είναι καταπληκτικό αυτό. Η Ελληνική Επανάσταση έγινε από οραματιστές. Αυτοί οι απλοί αγωνιστές , οι αγράμματοι, οραματίζονταν διάφορα πράγματα, ήταν εκπληκτικό.
Το βιβλίο αυτό αποκαλύπτει τι κρυβόταν πίσω από την Επανάσταση. Πόσο μεγάλο ρόλο έπαιξε το όραμα των απλών ανθρώπων, το οποίο βέβαια εμπνέεται απ’ τη θρησκεία, δηλαδή απ’ το μύθο ουσιαστικά. Έστω και φανταστικός ο μύθος, έτσι;
Η ποίηση όμως είναι μόνο έκφραση η και προσπάθεια του ποιητή να γίνει αρεστός;
Χμμ, η ποίηση ουσιαστικά γίνεται από ένα άτομο το οποίο ακούει μια φωνή. Μια σκέψη, όχι αναγκαστικά φωνή, αλλά μια φράση ας πούμε. Εγώ ξεκινάω ένα ποίημα από μια φράση. Μπορεί να είναι μια φράση πολύ απλή και καθημερινή και μετά φτιάχνεται το ποίημα από μόνο του, αλλά πρέπει να έχεις πείρα, όμως, για να το κάνεις αυτό.
Πρέπει να ξέρεις, να έχεις περάσει πολλές φάσεις, δουλεύοντας τη γλώσσα, για να σου βγει το ποίημα. Βεβαίως το κάνεις για σένα, γιατί σ’ ευχαριστεί. Κοίταξε, σου δίνει καθαρή ηδονή. (γέλια). Δηλαδή ηδονίζεσαι γράφοντας ένα καλό ποίημα. Τώρα, εάν ένας άλλος επίσης ευχαριστηθεί απ’ το ποίημα σου, έχεις πετύχει. Εάν δεν ευχαριστηθεί, έχεις αποτύχει και εσύ και ο άλλος, βέβαια. Αλλά κυρίως εσύ.
Γράφετε εκείνη την ώρα εν θερμώ, ή με απόσταση;
Όταν γράφω, γράφω με το χέρι σε σημειωματάριο. Εκείνη την ώρα. Είναι καλύτερο. Γιατί δεν πρέπει να πολυσκεφτείς το ποίημα, αν το πολυσκεφτείς εξαφανίζεται. Εξαφανίζεται όπως το όνειρο. Αν δεις ένα όνειρο και δεν το καταγράψεις αμέσως, το έχεις χάσει. Δηλαδή το ξεχνάς πολύ γρήγορα. Αν σου κάνει μεγάλη εντύπωση θα το θυμηθείς. Αλλά αν όχι; Τέλος. Λοιπόν, το ίδιο είναι και με την έμπνευση.
Όταν μου ’ρχεται να γράψω, κάθομαι και γράφω αμέσως. Δεν αφήνω χρόνο να περάσει, ώσπου να έχω μπει στο ρυθμό, διότι η ποίηση πρώτα-πρώτα είναι και ρυθμός, ε; Είναι μουσική. Χρησιμοποιείς τη γλώσσα σαν μουσική, έστω και εάν δε χρησιμοποιείς κλασικούς στίχους. Χρησιμοποιείς, όμως, τη γλώσσα μουσικά, δηλαδή είναι η δικιά σου η μουσική, όπως εμφανίζεται στον τρόπο που μιλάς, στον τρόπο που γράφεις. Κάθε ποιητής έχει τη δικιά του. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Το έχετε παρατηρήσει αυτό; Αν διαβάσετε καλούς ποιητές, θα δείτε ότι είναι πολύ διαφορετικοί οι ρυθμοί τους και ο τρόπος με τον οποίο μπορείτε να τους απαγγείλετε, ας πούμε. Γιατί έτσι φαίνεται καλύτερα ο ρυθμός.

Καλοί ποιητές σήμερα υπάρχουν;
Όχι, γιατί όλοι μιμούνται το μοντέλο του Σεφέρη, δηλαδή την πεζή αυτή, ποίηση που έκανε ο Σεφέρης, αλλά ο Σεφέρης ήταν ο Σεφέρης, είχε προσωπικότητα. Αυτοί δεν έχουν καμιά προσωπικότητα και γράφουνε ποιήματα τα οποία είναι απλώς υποκειμενικά. Δεν ενδιαφέρουν κανέναν.
Λοιπόν, ξοδεύουν χρήματα, άσχετοι άνθρωποι δε, άσχετοι με την ποίηση, Μηχανικοί, χημικοί, γιατροί, δικηγόροι, δικαστές, οι πάντες γράφουνε ποιήματα (γέλια). Δε μπορείτε να φανταστείτε τι έχω λάβει, από ποιους δηλαδή.
2009: Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας
1996: Βραβείο της Αμερικανικής Ένωσης Ποίησης
1958: αρνείται να γίνει αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας
Η τελευταία συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη, τα «Χρίσματα» κυκλοφορούν από την “Κοινωνία των (δε)κάτων”.
Αποσπάσματα από τη συνέντευξη του στο maga.gr. Όλη η συνέντευξη είναι εδώ: http://maga.gr/2012/10/24/o-piitis-n-valaoritis-sto-maga-gr/
Ελεύθερο ρεπορτάζ