Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

"Περνούσα καλύτερα στην Κατοχή..."



Ονομάζεται Αντώνης Παλιεράκης, είναι 92 χρόνων, αλλά στο Αμπελάκι Ρεθύμνου, το χωριό του...

και στους γειτονικούς οικισμούς είναι γνωστός ως Τσαγκάρης, γιατί το επάγγελμά του ήταν … «λίγο απ’ όλα», όμως εξαιρετικός στην τέχνη του παπουτσή.
Νιώθεις το μπάρμπα Αντώνη τον Τσαγκάρη άνθρωπο με ευγενείς καταβολές , να βιώνει έντονα τη μοναξιά του, να ανατρέχει στις μνήμες του και τελικά να οργίζεται σήμερα γιατί τα δυσβάστακτα και ανάλγητα μέτρα ακρωτηρίασαν τη ζωή του ίδιου και τόσων άλλων ανθρώπων που «δεν έχουν καμιά ευθύνη».
Του λες να φτιάξει τη ζωή του σε μια μαντινάδα και στο λεπτό την ετοίμασε:
Δε μαρτυρώ τον πόνο μου
δε λέω τον καημό μου,
και μοναχός μου θα τραβώ
τον αναστεναγμό μου. 
Επαναστατεί για τη σημερινή κατάντια και για την ταλαιπωρία  που δέχτηκε ο ίδιος από το διεφθαρμένο σύστημα της  γραφειοκρατίας, που τον μετάτρεψε, όπως και τόσους άλλους σε μπαλάκι του πινγκ πονγκ!«Εγώ ατομικά», λέει, «καλύτερα περνούσα στη γερμανοκατοχή  απ ‘ ότι σήμερα. Γιατί, τότες μπορεί να μας θέλανε σκλάβους  οι Γερμανοί κι εμείς πήραμε τα όπλα και τα βουνά, αλλά τώρα με το «έτσι θέλω» μου κόβουνε λεφτά, μου φορτώνουνε χαράτσια και φανερά βάνουνε το χέρι τους στη τσέπη μου και μου παίρνουν το ψωμί. Βρε 'σεις από ένα άνθρωπο, πάνω από 90 χρονών γυρεύετε χαράτσι; Εγώ δε ζω με τις κλεψιές που ζούνε αυτοί. Αλήθεια, καλλιά περνούσα στην Κατοχή. Το μέλι, τότες, το είχα στο πιθάρι κι όχι στο βάζο και τώρα δεν υπάρχει. Καταλαβαίνεις;».
Κι όμως, αυτός ο υπέργηρος άνθρωπος αν και τριάντα χρόνια βιώνει τη μοναξιά του, από τότε που έχασε τη σύζυγό του, παίρνει χρόνια ζωής όταν χτυπήσει το τηλέφωνο κι ακούσει τη φωνή παιδιών και εγγονιών. Αλλά το φοβερό ήλθε πριν ένα δίμηνο όταν έπεσε κεραυνός στη μοναξιά του και του έφεραν νεκρό το μοναχογιό του.
Ήταν ένας λεβέντης, ζούσε με την οικογένεια του στην Αθήνα αλλά στη μάχη με «τον εχθρό της εποχής» δεν άντεξε. Ο Τσαγκάρης σώπασε και «πνίγηκε» μέσα στη μαυρίλα του θανάτου. Είναι, πλέον, ο άνθρωπος της ακραίας μοναξιάς και υποφέρει…
Το δρομολόγιο της μέρας είναι συγκεκριμένο τώρα και χρόνια! Η καθημερινότητά του αναλώνεται στη βοσκή και στη φροντίδα των τριάντα ζωντανών που έχει, στο αμπέλι και στο περιβόλι  που καλλιεργεί…
ΕΓΙΝΕ ΚΑΙ ΖΗΤΙΑΝΑ
Ολόκληρη η ζωή του πέρασε από πολλά μονοπάτια. Ο πατέρας του Γιώργης Παλιεράκης βρέθηκε από το γειτονικό οικισμό των Καρινών στο Αμπελάκι, όπου δημιούργησε μια πολυμελή οικογένεια. Ο Τσαγκάρης λέει ότι είχε άλλα 16 αδέλφια και για να θραφούν τα παιδιά η μητέρα τους υποχρεώθηκε «μέσα στη γερμανοκατοχή να κάνει και τη ζητιάνα». Και μέχρι  ο Αντώνης «να σταματήσει στα πόδια του» έμεινε κοντά στους γονείς του, γιατί στα 9 του χρόνια έφυγε στο Ρέθυμνο «στη θειά μου τη Ζιζίνα». Βρέθηκε για ενάμισι χρόνο στο φούρνο του Γιάννη Σταγάκη στο «Μακρύ Στενό» στην παλιά πόλη.
Άφησε το φούρνο και στο τσαγκάρικο του Μανώλη Τσαγκαράκη επιχείρησε να μάθει την τέχνη. Αργότερα δούλεψε στο τσαγκάρικο του Ανδρέα Σοφουλάκη στην πόλη, όπου γνώρισε «τη Φωτεινή Παπαδάκη την κορδελιάστρα από τον Άγιο Κωνσταντίνο» και το Μάιο του ’41 «όταν πέφτανε οι Γερμανοί, εμείς ήλθαμε στο Αμπελάκι».
Στο χωριό του φτάνοντας, λοιπόν, βρήκε «να τσαγκαρεύουν ο Γιώργης ο Καπετανάκης  στην Καρέ κι ένας πρόσφυγας και στο Αμπελάκι ο Μαρίνος Βοργιάς που δεν πέρασε πολύς καιρός και έφυγε για την Αθήνα». Γύρω-γύρω, στ’ άλλα χωριά του Βρύσινα λειτουργούσαν τσαγκαράδικα δυο στους Αρμένους κι ένα στο Όρος. Όλοι αυτοί οι οικισμοί μαζί με τα Γουλεδιανά και το Σελί  αριθμούσαν περί τους 500 ανθρώπους…
Η φτώχεια, ιδιαίτερα, για τις πολυμελείς οικογένειες δεν παλεύονταν! «Με στηρίξανε οι άνθρωποι γύρου-γύρου», θυμάται. «Από το χωριό μου, από του Φωτεινού, το Σελί, το Όρος, τα Γουλεδιανά, τη Γενή, τις Καρίνες, κι αυτό γιατί έκανα στέρεη δουλειά και φτηνή. Ένα ζευγάρι στιβάνια το έκανα 300 δραχμές, όταν το μεροκάματο ήτανε 45 φράγκα, ένα ζευγάρι άρβυλα 80-100 δραχμές κι ένα ζευγάρι γυναικεία παπούτσια 60-70 δραχμές. Δούλευε μαζί κι η γυναίκα μου γιατί ήτανε κορδελιάστρα. Ό,τι έκανα το έκανα με τούτα εδώ τα χέρια! Τη μέρα δούλευα μεροκάματο και τη νύκτα τσαγκάρης. Όταν έφυγα στη Γερμανία, που δούλεψα διόμιση χρόνια στο εργοστάσιο, μου χρωστούσανε εφτά χιλιάδες δραχμές. Να φανταστείς πως το κιλό το λάδι είχενε 8 δραχμές και τα εφτά χιλιάρικα τα έχασα. Δεν μου τα δώσανε κι ήτανε χρυσά λεφτά.
Το 1965 που γύρισε από τις φάμπρικες με τα τρία πρόβατα που βρήκε από εκείνα που είχε αφήσει, ξαναδημιουργήθηκε παλεύοντας ακατάπαυστα με τη σύζυγό του. Κι όταν τον ρωτάς τι απέφερε αυτός ο αδιάκοπος αγώνας επιβίωσης, βουρκωμένος και με τρεμάμενη από συγκίνηση φωνή, θα σου απαντήσει:«Είχα την τύχη να βοηθήσω τους γερόντους μου και  τα άλλα μου αδέρφια, που ζήσανε στερημένα. Οι χαρές μου ήτανε λίγες μα ήμουνε δικασμένος να δουλεύω μέρα και νύκτα. ..»

Ο Τσαγκάρης συνήθισε στη μοναξιά. Και τώρα νιώθει να του τρώει την ψυχή. Όμως και μετά τον πρόσφατο κεραυνό που τον ισοπέδωσε ψυχικά, το βλέπει πως καταρρέει. Όμως και πάλι θα αντέξει. Γι αυτό και σήμερα θα οδηγήσει το κοπάδι του στα βοσκοτόπια και μέχρι να φτάσει θα στιχουργήσει τις σκέψεις του:
Ο Θεός με δίκασε πολύ
πάντα να ζω θλιμμένα,
να την πατώ  τη γη θλιφτά
και παραπονεμένα.
Πηγή: madeincreta
Ο άπαιχτος