Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Βγήκαν μαχαίρια ... στο κουρείο!


Του Μανόλη Παντινάκη


Όλα πια έχουν αλλάξει στο ιστορικό κέντρο του Ρεθύμνου. Μάλλον, όλα έχουν...

πάρει τουριστικό χρώμα καθώς η βαριά βιομηχανία του τόπου έχει επηρεάσει το μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων της αγοράς. Υπάρχουν, βέβαια, και τα νεολαιίστικα στέκια, που κυρίως καλύπτουν τις ανάγκες παραμονής και ψυχαγωγίας των φοιτητών. Τίποτα πια δεν θυμίζει το παλιό Ρέθυμνο!
Η μεταλλαγή στην εικόνα παρατηρείται ιδιαίτερα στη «Μεγάλη Πόρτα», τον δρόμο που τον γνωρίζουν ακόμη «και οι πέτρες», επίσημα την οδό Εθνικής Αντιστάσεως στην «καρδιά» της μικρής πολιτείας. Άλλαξαν τα μαγαζιά και πήραν… ευρωπαϊκό χαρακτήρα, άλλαξαν και οι άνθρωποι που πριν την… εισβολή περίμεναν στις πόρτες τους ανθρώπους από τις γειτονιές και τα χωριά «για τα πουσούνια»…
Μέσα, λοιπόν, στο μωσαϊκό «της Μικρής Αγοράς», που χάθηκε μαζί με τις αξίες η ελληνική γλώσσα και ο κρητικός ιδιωματισμός, ελάχιστα μικρομάγαζα επιμένουν να κρατούν τον χαρακτήρα και την ανθρωπιά τους!
Εκεί, στο μέσο της διαδρομής του δρόμου της καμαρόπορτας, βαστά ακόμη ένα παραδοσιακό κουρείο, που δυστυχώς έπαψε και αυτό να λειτουργεί ως κουρείο και κράτησε το ήμισυ της λειτουργίας του! Είναι, πλέον, για τις ανάγκες του… τουρισμού μαγαζί που εμπορεύεται κρητικά μαχαίρια, κομπολόγια, κρουσάτα κεφαλομάντηλα και άλλα χειροτεχνήματα!
ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΟΥ ΣΗΡΙΑΛ
Κι όμως σ’ αυτό το μαγαζάκι, που καλλωπίστηκαν από το 1920 που πρωτολειτούργησε χιλιάδες κεφάλια, μπήκε το ξυράφι σε αναρίθμητα μάγουλα και έγιναν πιο άγρια ή πιο ευγενή τα μουστάκια των Κρητίκαρων, γυρίστηκε πριν λίγα χρόνια ένα μεγάλο μέρος των σκηνών του σήριαλ «Κρητικιά πεθερά» με τον Μπουλά και την Καστάνη κι έγινε χαλασμός!
Οι απόδημοι Ρεθύμνιοι, παρακολουθώντας τη σειρά, γυρνούσαν στα νεανικά τους χρόνια στον κουρέα Βασίλη Ψυχαράκη στις δεξιότητες των χεριών του και «στα καλαμπούρια με τους πελάτες όταν κούρευε και ξύριζε». Μάλλον, πλησίαζε το Δημήτρη τον Βιδάκη στο στενό της πλατείας Δασκαλογιάννη του Ηρακλείου, που πας για καλλωπισμό και δεν ξαναφεύγεις . Γιατί εκεί πλέον … καλλωπίζεται και η σοφία! Ή ο… σεβντάς απευθύνεται στα ευήκοα αυτιά του θυμόσοφου μπαρμπέρη…
Στο κουρείο, λοιπόν, του Ψυχαράκη το μεγάλο μέρος του εξοπλισμού υπάρχει, όμως λείπει ο κουρέας! Γιατί παντού «φύτρωσαν» κομμωτήρια, «το μεροκάματο μετά βίας βγαίνει» και ολίγοι ρομαντικοί ακόμη ερευνούν το παραδοσιακό και το βρίσκουν μετά από βάσανα και κόπους κάπου στοιχειωμένο ή κάπου κρυμμένο…
Ένας κύκλος ζωής, όμως, έκλεισε το 2000 κι ένας άλλος άνοιξε μετά το 20001, που ο κουρέας έφυγε για το «μεγάλο ταξίδι». Ο γιός του Βαγγέλης άφησε… τις τρίχες, αρνήθηκε να ασχοληθεί με τα επαγγέλματα στον ίδιο χώρο του πατέρα και του παππού, και προτίμησε κάτι πιο ανάλαφρο, ίσως και περισσότερο κερδοφόρο.
«Φόρτωσε» κάθε γωνιά του άλλοτε κουρείου με μαχαίρια, κομπολόγια, κρητικά μαντήλια κι άλλα χειροτεχνήματα και περιμένει κάθε μέρα την καλοκαιρινή περίοδο, κυρίως, τους ξένους τουρίστες που αυτά τα είδη τους συγκινούν ή τους θυμίζουν «το νησί των γενναίων» και τα αγοράζουν ως σουβενίρ!
ΚΟΝΤΑ ΚΑΙ Η ΜΑΝΑ
Σ’ αυτό τον χώρο που «ξεχείλισε» ιστορία ογδόντα χρόνων, σε εποχές «τραυματισμένες» με εθνικά γεγονότα, η γυναίκα του αείμνηστου Βασίλη Ψυχαράκη, η κυρία Καλλιόπη Ανυφαντάκη «από τη μεγάλη οικογένεια της πόλης», έζησε μεγάλες εμπειρίες ζωής κοντά στον άντρα της. Και τι δεν άκουσε και τι δεν είδε σ’ αυτό το μαγαζάκι!

Η σύζυγος του Βασίλη Ψυχαράκη στο κουρείο του που ήμερα πουλάει μαχαίρια, κομπολόγια, κρητικά κεφαλομάντηλα και άλλα χειροτεχνήματα.
 
«Αυτό το κουρείο», αναπολεί, «λειτουργούσε από το 1920 από τον πεθερό μου τον Βαγγέλη και αφού πέθανε το πήρε ο άντρας μου ο Βασίλης, κρατώντας, βέβαια την πελατεία του. Το έκανε κουρείο μέχρι το 2000, γιατί τον επόμενο χρόνο πέθανε. Από το 1966 ή 67 έβαλε μέσα μαχαίρια και κομπολόγια που τα έφτιαχνε ο ίδιος. Σ’ αυτό το κουρείο γυρίστηκαν και σκηνές από την «Κρητικιά πεθερά» με την Καστάνη και τον Μπουλά που έκανε τον κουρέα…»
Τίποτα ωστόσο δεν έχει αλλάξει στο εσωτερικό του χώρου. Τα ψαλίδια, οι κουρευτικές μηχανές, τα ξυράφια και τα άλλα σύνεργα εξαφανίστηκαν, όπως χάθηκε και ο Ψυχαράκης. Η μνήμη του, όμως, παραμένει ζωντανή. Σαν να τον βλέπεις στο κατώφλι του μαγαζιού του με την άσπρη μπλούζα, να συζητά με τον περαστικό ή μέσα, να ευπρεπίζει το κεφάλι και το μουστάκι ενός Κρητικού. Και ολοκληρώνοντας, να του εύχεται «με υγεία κουμπάρε»!
Ο άπαιχτος