Σε είδα στον
ξύπνιο μου
Περπατούσες πάλι
Τα βηματάκια σου χτυπούσανε
Σαν οπλές περήφανες
Και ήταν ο ήχος αυτός
Η ύστατη χαρά μου
Περπατούσες πάλι
Τα βηματάκια σου χτυπούσανε
Σαν οπλές περήφανες
Και ήταν ο ήχος αυτός
Η ύστατη χαρά μου
Στον ύπνο μου
Το κορμί σου έγερνε χωρίς ψυχή, ψυχή μου
Στα χέρια του πατέρα
Με κοίταξες με εκείνο το βλέμμα
Το αγέρωχο κορμάκι σου
Το βάρος του πάνω στο δικό μου
Αχ τί γλυκό βάρος εκείνο θε μου
Που με τσαλαπατούσες και με φίλαγες
Και με 'κανες ότι ήθελες μικρέ μου
Στου Μορφέα την έκσταση και πάλι
Ήρθα να σου πω τα ανέμελα μαντάτα
Μητέρα! Μητέρα! Περπάτησε ο Τζώρτζης
Δεκαοχτώ χρόνια
Με ξύπναγες γιατί βαριόσουνα μονάχος το πρωινό
Κι όταν έφευγα πάλι για τα ξένα, αλίχταγες σα την πανσέληνο
Και τα χρόνια αυτά
μακάρι να μετρούσανε ανάποδα, ψυχή μου
Με σφιχταγγαλιζες κ φωναζες
Γεμάτη η βαλίτσα, το τραίνο σφηριζε
Πάλι μακριά σου καλέ μου
Αγιογραφεία ζωφερή τα μάτια σου
Και η ρώμη σου αστείρευτη
Κι η λαλιά σου να διώχνει
Κάθε λογής αγρίμι
Κι ήρθες για δεύτερη φορά
Τώρα πια στον ξύπνιο μου
κι ήσουν θεριό ανήμερο
κόκκινα τα μάτια σαν δαίμονας αλαφιασμένος
Κι η γλύκα σου, εχάθη
Κι η μορφή σου εχάθη
Δε με σφιγχταγκάλιασες πανέμορφέ μου
μείτε ένιωσα τα αναφιλιτά σου
μον' μου χίμηξες, μου 'σκισες τη σάρκα
Με 'κανες μύρια κομμάτια,
και ότι επέμεινε αρμένιζε φλογερό
στον αφρό πάνου σε δεμένα κούτσουρα.
Να έφευγα εγώ θησαυρέ μου και όχι εσύ
Δεύτερη καρδιά μου, μάθε με ξανά να αγαπώ
Ξέχασα μακριά σου (...)
Εμμανουήλ Λ
Δευτέρα, 6 Ιουλίου 2015