Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Αζάπης, θα μείνεις ρε μαγκούφη…


Ο αζάπης, λένε τα παλιότερα λεξικά, είναι ο ανύπαντρος, ο ελεύθερος, ο ατίθασος είναι όμως και ο καημένος, ο δυστυχισμένος. Το μπέρδεμα οφείλεται στο ότι στην πραγματικότητα έχουμε δύο λέξεις, και τις δύο δάνεια, την πρώτη από το...

αραβοτουρκικό ‘azab-‘azab (στρατιώτης ή ναύτης Τούρκος, υποχρεωμένος να μένει άγαμος) και την δεύτερη, παλαιότερη, από το αραβικό azap = τιμωρία, βασανιστήριο. Γι’ αυτό, σε παλιότερα λεξικά υπάρχουν  δύο χωριστά λήμματα για τον αζάπη.
Είτε με την μια σημασία είτε με την άλλη, ο αζάπης είχε ευδόκιμη σταδιοδρομία στην ελληνική ποίηση, διότι ικανοποιεί  μια βασική ανάγκη: είναι από τις λιγοστές βολικές λέξεις που κάνει ρίμα με την αγάπη (μαζί με τον αράπη, τον σατράπη και μερικές ακόμα). Πολύ συχνός είναι στον Ερωτόκριτο και τα άλλα κρητικά της εποχής, με την σημασία του καημένου, π.χ. Σ’ τούτην την παίδαν ήτονε κι ο Ερωτόκριτος ο αζάπης / θυμώντας τα συχνιά συχνιά τα λόγια της Αγάπης.
Με την πρώτη σημασία, ακούγεται το ποίημα Γόης του μεγάλου γόη της ελληνικής ποίησης, του Ρώμου  Φιλύρα, που τον τρέλανε ο μαστροπός λαός: 
Εγώ είμαι ο πλανερός αζάπης / που στήνω βρόχια της αγάπης
Και την τσακώνω στην βραγιά, / και την πλανεύω με λογάκια
Που ξέρουν μόνο τα πουλάκια/ για να τα λεν μες στη φωλιά.


(Λέξεις που χάνονται, του Νίκου Σαραντάκου, από το ΒΗΜΑ)