Το γεντέκι
είναι μια λέξη με πάρα πολλές σημασίες – το Ιστορικό
Λεξικό της Ακαδημίας καταγράφει ούτε λίγο ούτε πολύ είκοσι! Καταρχάς,
σημαίνει το...
Με το γεντέκι έσερναν τα σκάφη ιδίως σε ποταμούς.
Βρήκα ένα διήγημα του Αντ. Γιαλούρη, με τίτλο Γεντέκι, όπου πρωταγωνιστεί ένας που «στον ώμο είχε ριχτό ένα
τυλιγμένο σκοινί, που του χρησίμευε για να τραβά γεντέκι τις βάρκες και τα
καϊκια». Γεντέκι πήγαιναν τα εφεδρικά άλογα ή όσα τύχαινε να περισσεύουν, όπως
στον Μακρυγιάννη: «είχα άλογα άδεια και τράβαγε γεντέκια».
Για το γεντέκι του καφενείου, που ακόμα
χρησιμοποιείται και το βρίσκουμε και σε καταλόγους προμηθευτών, έχει γράψει
πολλά ο Ηλ. Πετρόπουλος στο Ο τούρκικος καφές εν Ελλάδι. Μια σημασία
που δεν την βρίσκω στις είκοσι του λεξικού: «φαρδύ χασαπομάχαιρο, από αυτά που
τα λένε γεντέκια» (Μυριβήλης, Ο Βασίλης ο Αρβανίτης). Μπελάς το γεντέκι.
(Λέξεις που
χάνονται, του Νίκου Σαραντάκου, από το ΒΗΜΑ)