Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Το κίνημα για την επιστροφή των χαμένων ακινήτων. Πολίτες κόντρα στους μαυραγορίτες…

Η φορολογία των ακινήτων και τα δάνεια των τραπεζών βρίσκονται πάντα στην πρώτη γραμμή της ειδησεογραφίας και τροφοδοτούν την πολιτική ένταση. Οι υπέρμετροι φόροι και οι παράλογες επιβαρύνσεις δημιουργούν ένα ασφυκτικό συναίσθημα στον πολίτη, που βλέπει να εφαρμόζονται μέτρα στήριξης μόνο του τραπεζικού συστήματος, ενώ αυτός «αιμορραγεί»...


Την ίδια ώρα, καλείται να μην έχει «κόκκινο» δάνειο, να καταβάλλει κάθε μήνα τις φουσκωμένες δόσεις των δανείων, μαζί με τα χαράτσια. Παράδοξο και εξωφρενικό είναι το γεγονός, ότι το ακίνητό του είναι υποθηκευμένο στην τράπεζα. Δηλαδή ουσιαστικά δεν του ανήκει.
Κι εδώ ξεκινά η συζήτηση για τους πλειστηριασμούς των ακινήτων.
Δυστυχώς όμως, οι περισσότερες προσεγγίσεις προέρχονται συνήθως από «ειδικούς», με μηδενική γνώση της ελληνικής ιστορίας.
Πριν από λίγες μέρες συνάντησα τυχαία ένα ηλικιωμένο δικηγόρο, παλαιό φίλο του πατέρα μου, που ανήκε πάντα στον συντηρητικό χώρο.
Ξεφύσηξε όταν με είδε και με εξομολογητική διάθεση με πλησίασε και μου είπε: «Μια ολόκληρη ζωή φοβόμασταν ότι θα μας πάρουν τα σπίτια οι κομμουνιστές και τώρα μας τα παίρνουν οι δικοί μας». Χαμογελάσαμε, ανταλλάξαμε ευχές και χωρίσαμε. Την ίδια μέρα, έπεσα πάνω σε μια χιουμοριστική ανάρτηση στο διαδίκτυο, που με έκανε να γελάσω. Το ποστεράκι έγραφε: «Όταν θα ξεκινήσουν οι πλειστηριασμοί των σπιτιών, να αρχίσουν απ’ αυτούς που ψήφισαν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Εμείς οι υπόλοιποι ψηφίσαμε να μας πάρουν τα σπίτια οι κομμουνιστές». Πραγματικά ήταν ευφυές και αστείο. Κατάλαβα όμως, ότι έστω και με χιούμορ, οι Έλληνες εκφράζουν το αδιέξοδό τους, αφού βιώνουν μια τεράστια ανατροπή. Και δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά και ανατροπή της κοσμοθεωρίας τους. Του τρόπου που βλέπουν τη ζωή.
Αυτές οι δύο απρόβλεπτες συναντήσεις με κινητοποίησαν, να αναζητήσω μια έρευνα, που είχαμε κάνει για τα ακίνητα την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Στην ιστορία αυτή, πρωταγωνιστής είναι ένας λησμονημένος δικηγόρος και πολιτικός, ο οποίος μεταπολεμικά ηγήθηκε ενός ισχυρού κινήματος, για την επιστροφή των ακινήτων, στα χέρια όσων τα είχαν χάσει κατά την διάρκεια του πολέμου.
Το κίνημα για την επιστροφή των ακινήτων, που εκποιήθηκαν στην κατοχή
Πρόκειται για τον Σμυρνιό δικηγόρο και πολιτικό, Αντώνη Αθηνογένη. Στην κατοχή είχε χάσει το σπίτι του. Το πούλησε έναντι μικρού τιμήματος, ώστε να εξασφαλίσει τρόφιμα για την επιβίωση της οικογένείας του. Φυσικά δεν ήταν ο μόνος. Μαυραγορίτες, αρπακτικά της νεότερης ιστορίας, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα είχαν αποκτήσει τεράστια περιουσία, αγοράζοντας σε εξευτελιστικές τιμές, ότι μπορούσε να ανταλλαχθεί με λίγες οκάδες λάδι, αυγά, ψωμί και κρέας.
Η ανθρωπιστική κρίση του φρικτού χειμώνα του 1941, αποδεκάτισε κυρίως τα μεγάλα αστικά κέντρα. Η κρίση που είχε προκαλέσει η γερμανική κατοχή, είχε πάρει διαστάσεις ολέθρου. Από τη μία οι Ναζί, λεηλατούσαν την αγροτική παραγωγή και από την άλλη, έκλειναν τα μάτια στα εγκλήματα των ληστρικών συνεργατών τους, που αντάλλασσαν έναν τενεκέ λάδι με ακριβές μονοκατοικίες στο κέντρο της Αθήνας.
Υπολογίζεται, ότι κάτω από αυτό το καθεστώς της αφόρητης πίεσης, 400 χιλιάδες πολίτες πούλησαν μέρος ή το σύνολο της περιουσίας τους. Ο Αθηνογένης, το 1946, ηγήθηκε της προσπάθειας να επιστραφούν τα σπίτια που είχαν χαθεί. Για αυτό το σκοπό, συνέταξε αναλυτική λίστα των ακινήτων που εκποιήθηκαν, αλλά και ξεχωριστή λίστα με τα ονόματα αυτών που τα είχαν αρπάξει. Η λίστα αυτή είχε 40 χιλιάδες αγοραστές. Δημιουργήθηκε όμως και μια δεύτερη λίστα, με ονόματα μεγαλεμπόρων, που είχαν «αγοράσει» από 10 έως 50 ακίνητα ο καθένας!
Οι εφημερίδες προέβαλαν το δράμα όσων έχασαν την περιουσία τους. Υπολογίζεται ότι ξεπέρασαν τους 400 χιλιάδες.
Ο Αθηνογένης ήταν πάντα μαχητής και πραγματικός πατριώτης. Πολέμησε ως εθελοντής στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 , αργότερα βρέθηκε στα πεδία των Βαλκανικών πολέμων, για την απελευθέρωση της βόρειας Ελλάδας και οργάνωσε μυστικές αποστολές Μικρασιατών εθελοντών.
Ταυτόχρονα, ήξερε τις κακοτοπιές της πολιτικής, καθώς πριν από τη δικτατορία του Μεταξά, είχε διατελέσει βουλευτής, αντιπρόεδρος της βουλής και υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας στην κυβέρνηση Κονδύλη.
Δεν ήταν κομμουνιστής. Ούτε καν τους συμπαθούσε. Αλλά όταν είδε ότι η κεντρική πολιτική σκηνή του γύρισε την πλάτη , δεν υποχώρησε και συμμάχησε με όσους είχαν διάθεση να αγωνιστούν στο πλευρό του. Ήξερε ότι θα βρει ισχυρές αντιστάσεις, αλλά οργάνωσε μεγάλες συγκεντρώσεις και μετέτρεψε τη διαμαρτυρία σε μαζική λαϊκή κατακραυγή .
Οι δωσίλογοι, μετά τον πόλεμο, είχαν ενταχθεί με τη δύναμη του χρήματος στην νεοελληνική πραγματικότητα, είχαν πρόσβαση στα κόμματα, επηρέαζαν τη δικαιοσύνη και πίεζαν να μην ψηφιστεί νόμος, που θα τους έπαιρνε πίσω την περιουσία που απέκτησαν παράνομα σε βάρος των τίμιων Ελλήνων.
Είχαν καταφέρει, μάλιστα, να φέρουν στη βουλή, μέσω ενός ακροδεξιού σχηματισμού, πρόταση νόμου για νομιμοποίηση όλων των αγορών επί κατοχής, με αντάλλαγμα έναν ειδικό φόρο ακινήτων. Το τρομερό δεν είναι ότι το Κόμμα των Εθνικοφρουρών το προώθησε, αλλά ότι υποστηρίχτηκε από τον Εμπορικό Σύλλογο της Αθήνας. Η μάχη ήταν σκληρή , αλλά ο Αθηνογένης νίκησε στα σημεία.
Το 1949, κατάφερε να φέρει άλλο νόμο στη βουλή, που προέβλεπε την επιστροφή των σπιτιών για 250 χιλιάδες πωλήσαντες, αλλά χωρίς τιμωρία των ενόχων.
Οι μαυραγορίτες έμειναν ανέγγιχτοι και στο απυρόβλητο. Μάλιστα, προσέφυγαν στον Άρειο Πάγο και κατάφεραν να μπλοκάρουν την άμεση επιστροφή των ακινήτων, που κατείχαν. Το ανώτατο δικαστήριο έκρινε τότε, ότι ο νόμος περί ακύρωσης αγοραπωλησιών επί κατοχής ήταν… αντισυνταγματικός. Από την απόφαση αυτή εξαιρούνταν οι μικροϊδιοκτήτες. Κάτι ήταν κι αυτό.


Ο Αθηνογένης πέθανε το 1963, σε ηλικία 88 ετών . Η μόνη τιμή που του έγινε, ήταν να δώσουν το όνομά του σε έναν δρόμο στη Νέα Σμύρνη. Τουλάχιστον οι Μικρασιάτες τον θυμήθηκαν.
Η ιστορία αυτή είναι σίγουρα διδακτική, για αυτούς που θα επιχειρήσουν να αναλύσουν για μια ακόμα φορά το θέμα των πλειστηριασμών. Γιατί η εκποίηση της στέγης των πολιτών γράφτηκε με μαύρα γράμματα πριν από 70 χρόνια και οι πληγές στην ελληνική κοινωνία ακόμα δεν έχουν κλείσει. Ας μην ανοίξουν άλλες.

Χρίστος Βασιλόπουλος