Στα τέλη της
δεκαετίας του ’40, ο Μάρκος Βαμβακάρης βρισκόταν στο ψηλότερο σκαλί του
ρεμπέτικου. Η συνεργασία του με τον Παπαϊωάννου στην ταβέρνα του Καλαματιανού,
γνώριζε μεγάλη επιτυχία. Οι δίσκοι του γίνονταν ανάρπαστοι...
Λίγα χρόνια
μετά όμως, το 1954, ο Μάρκος αρρώστησε. Η παραμορφωτική αρθρίτιδα, που χτύπησε
τον δάσκαλο του ρεμπέτικου, ήταν μοιραία. Λόγω της ασθένειας, δεν μπορούσε να
παίξει με δεξιοτεχνία μπουζούκι και σιγά- σιγά, όσοι μιλούσαν γι’ αυτόν με
θαυμασμό, άρχισαν να τον ξεχνούν.
Οι εταιρίες του γύρισαν την πλάτη, καθώς το ρεμπέτικο είχε αρχίσει να δίνει τη θέση του στο λαϊκό τραγούδι.
Οι εταιρίες του γύρισαν την πλάτη, καθώς το ρεμπέτικο είχε αρχίσει να δίνει τη θέση του στο λαϊκό τραγούδι.
Οι
προσπάθειες του Μάρκου να ανακάμψει
Ο Μάρκος
βρέθηκε στο περιθώριο. Για να τα βγάλει πέρα και να καταφέρει να ζήσει τη
γυναίκα και τους τρεις γιούς του, κατέφυγε σε χωριά της επαρχίας. Εκεί, το
ακροατήριο δεν ήταν τόσο αυστηρό και διψούσε για ζωντανές εμφανίσεις γνωστών
ονομάτων. Η αμοιβή του δεν ήταν σε χρήματα, αλλά σε είδη πρώτης ανάγκης. Οι
χωρικοί έδιναν κότες , αυγά, φακές, φασόλια και ότι άλλο καλλιεργούσαν, για να
ακούσουν ζωντανά τον Βαμβακάρη. Έτσι, κατάφερε για λίγο καιρό να εξασφαλίσει τα
προς το ζην για την οικογένειά του.
Το 1955, τα
πράγματα χειροτέρεψαν και ο Μάρκος με τον γιο του Στέλιο, έφυγαν για την
ιδιαίτερη πατρίδα του τη Σύρο. Οι Συριανοί, τον αγαπούσαν. Οι εμφανίσεις του
στην ταβέρνα του Λιλή, γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Οι θαυμαστές του στριμώχνονταν
ο ένας πάνω στον άλλο, για να τον ακούσουν να ερμηνεύει τη διάσημη
Φραγκοσυριανή και άλλα αγαπημένα τραγούδια. Ο Βαμβακάρης τότε, κατάφερε
να συγκεντρώσει λίγα χρήματα. Η νοσταλγία όμως, για τους δικούς του
ανθρώπους, τον έκανε ένα χρόνο μετά να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα των Κυκλάδων
και να επιστέψει με τον γιο του στον Πειραιά.
Η δύσκολη
ζωή και η «σφουγγάρα»
Η ζωή στην
Αθήνα ήταν πολύ δύσκολη. Ο κόσμος υπέφερε από τη φτώχεια. Το ίδιο και ο
Βαμβακάρης, που δεν είχε δουλειά και όλοι τον είχαν ξεχάσει. Για να συντηρήσει
την οικογένειά του, υπήρχε μια λύση. Η «σφουγγάρα».
«Σφουγγάρα» έλεγαν οι μουσικοί, το πιατάκι που έβγαζαν στις ταβέρνες, για να ρίξουν κέρματα οι θαμώνες.
«Σφουγγάρα» έλεγαν οι μουσικοί, το πιατάκι που έβγαζαν στις ταβέρνες, για να ρίξουν κέρματα οι θαμώνες.
Στην
περίπτωση του Βαμβακάρη, το πιατάκι το κρατούσε ο πεντάχρονος τότε γιος του. Ο
ίδιος ο μεγάλος ρεμπέτης, δεν άντεχε αυτόν τον εξευτελισμό. Δεν είχε όμως άλλη
λύση. Ήθελε, αλλά δεν μπορούσε, να αποφύγει τη «ζητιανιά»… (mixanitouxronou)