«Σε υγρούς σκοτεινούς δρόμους πυροβολούν με το μυαλό τους οι
άνθρωποι».
Οδυσσέας Ελύτης
Οι
τριακονταετείς ωδίνες της ποιήσεως του Γιώρου Σεφέρη φαίνεται ότι γέννησαν τη
νέα, διάδοχη κατάσταση, στο πρόσωπο της ποιήτριας Γιώγιας Σιώκου. Έλκει κρητική
καταγωγή (Χανιά), αλλά ζει στην Αθήνα. Έργα της: <<Ο εμπαιγμός των
ειδώλων>>, 1994, 1996, <<Η αναπαράσταση του ανέφικτου>>,
1998, <<Βαλς στα συντρίμμια>>, 1999, <<Σφυρήλατο
μετάξι>>, 2000, 2001, <<Στις παρυφές του ελίχρυσου>>,
<<Αδιάθλαστη μοναξιά>>, 2003, <<Αρχαία μέλισσα>>, 2010,
2012, 2013, δίγλωσσο, <<Αιώνας άστεγος>>, 2013. Η τελευταία της
ποιητική συλλογή <<Αιώνας άστεγος>> έχει τιμηθεί με το δεύτερο
βραβείο του Λογοτεχνικού Διαγωνισμού <<Μάρκος Αυγέρης>> 2015 της
Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, της οποίας είναι επίλεκτο τακτικό μέλος. Είναι,
επίσης, μέλος της Εθνικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Ένωσης Ελλήνων
Λογοτεχνών, της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Λογοτεχνίας (Unesco), της Ένωσης
Ελλήνων Βιβλιοθηκονόμων και Επιστημόνων Πληροφόρησης, του Ελληνικού Συνδέσμου
Ηνωμένων Εθνών, των φίλων του Ιδρύματος <<Ελευθέριος Βενιζέλος>>,
μέλος της Εταιρίας Κρητικών Σπουδών, της Διεθνούς Εταιρίας Φίλων <<Νίκου
Καζαντζάκη>> και πολλών άλλων σωματείων των Γραμμάτων και των Τεχνών.
Έχει τιμηθεί από την Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών (2007), από το Νέο Μουσείο της
Ακρόπολης (2012), σε πλείστες δε σε όσες εκδηλώσεις στην Αθήνα και στην
περιφέρεια, έχουν μιλήσει για το έργο της Ακαδημαϊκοί, Πανεπιστημιακοί και
Λογοτέχνες. Είπαμε παραπάνω ότι γεννήθηκε η ποίηση της Γιώγιας Σιώκου απ' τις
πολύχρονες ωδύνες της ποίησης του τιμημένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας Γιώργου
Σεφέρη. Εξηγούμεθα: Αν δεν ταυτίζονται οι δυο ποιητικοί δρόμοι βαίνουν
παράλληλοι και πολλές φορές αλληλοσυμπληρώνονται. Χαρακτηρίζονται αμφότερες οι
ποιητικές περιδιαβάσεις από αρχαιογνωσία, ελληνολατρεία, αγκίστρωση στις
παλαιές αξίες των Ελλήνων, στη δύναμη του μύθου, στην αξία της εναλλασόμενης
εκδοχής, στη λείανση του στίχου
ωσεί
πεντελικού μαρμάρου στη λιτή έκφραση, στον θρίαμβο της αλληγορίας, της ηδονικής
ψηλαφήσεως των καιρών, στην ενόραση, ακόμη και τη στηριγμένη καλλιτεχνική
μαγγανεία. Σημειώνει ο Σεφέρης <<...Ένα νεκρόσημο εμβατήριο τριγύριζε μες
την ψιλή βροχή,/ πώς πεθαίνει ένας άντρας; Παράξενο κανένας δεν το
συλλογίστηκε./ Κι όσοι το σκέφτηκαν ήταν σαν ανάμηνηση από παλιά χρονικά/ της
εποχής των Σταυροφόρων ή της – εν Σαλαμίνι- ναυμαχίας./ Κι όμως ο θάνατος είναι
κάτι που γίνεται./ Πώς πεθαίνει ένας άντρας;/ Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό
του,/ το δικό του θάνατο, που δεν αμήκει σε κανέναν άλλον/.... και τούτο το
παιγνίδι είναι η ζωή./... Ένα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας: <<Βαρέθηκα
το δειλινό, πάμε σπίτι μας/ πάμε σπίτι μας ν' ανάψουμε το φως>>. Γράφει η
ποίητρια Γιώγια Σιώκου <<...Ο ήλιος πυρακτώνει τον νου/ και οι υδρατμοί
αναδύουν παραισθήσεις,/ στις παρυφές της ερήμου/ πίσω από τους αμμόλοφους,/
χουρμαδιές φέγγουν και φοινικόδεντρα/... Οι καμηλιέρηδες βαδίζουν στο σύμπαν/
δίχως τις καμήλες/-διψασμένες ξεψύχησαν στην έρημο./ Ο αγέρας μυρίζει ψοφίμι./
Τα όρνεα χαμηλώνουν./ Και οι Αφάρ ολοένα βαδίζουν,/ για να χαθούν. Στις
αμμοθύελλες του χωροχρόνου>>. Διαβάζοντας κανείς καλόπιστα το ποίημα
<<Μεταξουργείο – Ομόνοια – Μοναστηράκι>> αναρωτιέται πώς θα
μπορούσαν ν' αποδοθούν καλύτερα οι απαρχές του 21ου αιώνα, σε διαδρομές
τεθλασμένες αρχαιότητος, Χριστιανισμού, ουμανισμού και ρεαλισμού: <<Σε
νεώρια βόγγου,/ μ'ενα σπασμό στο στομάχι/ από πείνα/ και ρίγος σε ολόκληρο το
κορμί τους,/ ελλιμενίζονται άνθρωποι./ 'Ενας αρουραίος ολοένα πλησιάζει./
Ανοιχτές οι πληγές τους αιμορραγούν./ Τ' αστέρια φέγγουν/ τη σταύρωση και την
αποκαθήλωση/ στο Γολγοθά/ του εικοστού πρώτου αιώνα./ Στα ρείθρα της
θολοσκέπαστης κοίτης/ του αρχαίου Ηριδανού,/ ο λυγμός κυλά/ ανάμεσα στα
μαρμάρινα γλυπτά,/ τοιχογραφίες, εγχάρακτα επιχρίσματα/ και αγγεία,/ καθώς ο
ποταμός επιχώνεται/ και μεταστοιχειώνεται σε υπόνομο./ Μεταξουργείο – Ομόνοια –
Μοναστηράκι./ Αγέρινη γαλήνη./ Άνθρωποι σαλεύουν/ σηκώνοντας στους μυώνες τους/
τις οδύνες της Οικουμένης/ και απαλά/ μια κουβέρτα απλώνουν στο χιονί./ Τη
νύχτα τους προστατεύουνε αγρίμια./ Όλο το βράδυ χιόνιζε./ Και η αυγή τους βρήκε
παγωμένους>>. Μάς δίνει έντεχνα η ποιήτρια το άγος του σύγχρονου
πολιτισμού, που απλώνεται στο σύννεφο του κλέους των Αθηνών: Κεραμεικός,
Ακαδημία Πλάτωνος,
Δίπυλον,
σημερινή Ομόνοια, Ηριδανός Αγορά. Εκεί στους καιρούς μας στοιβάνονται οι
άνθρωποι των κατώτερων Θεών, που τους έκλεψαν το δίκιο και το μερτικό τους στ'
αγαθά του βίου, οι αγέλαστοι άνθρωποι του βορρά, με τα βλοσυρά βλέμματα και τα
ακατάληπτα ονόματα. Στις μυλόπετρες του διεθνούς κακού άλεσαν κάποιοι το βίος
τους και τώρα το δάκρυ γίνεται λυγμός και απορροφάται απ' τα νερά του ωραίου
Ηριδανού, που τον κατάντησε ο πολιστισμός μας αχρείο υπόνομο. Έχει συλλάβει η
ποιήτρια Γιώγια Σιώκου το άπορο, το μάταιο και το αδύνατο της νίκης απλών
ανθρώπων σε τούτο τον άυλο πόλεμο που μας έστησαν οι ισχυροί της γης. Κάποτε
ήταν μπορετό να νικούν και οι λίγοι, γιατί οι καρδιές τους φλογίζονταν από τους
στίχους και τη δράση του Ρήγα, του Σολωμού, του Σικελιανού, του Κάλβου, του
Βαλαωρίτη και είχαν μπροστάρηδες έναν Κανάρη, έναν Καραϊσκάκη, έναν
Μακρυγιάννη, έναν Κολοκοτρώνη, με την αυτοθυσία και τον ηρωϊσμό τους. Ήθελε
τότε <<αρετήν και τόλμην η ελευθερία>>, όπως έγραψε ο Κάλβος. Τις
δυσκολίες του καιρού μας αποδίδει η ποίητρια με το ποίημα <<Μάχη
άυλη>>: Στον 21ο αιώνα/ άοπλοι/ σε έναν πόλεμο δίχως μπουρλοτιέρηδες/ και
καπνισμένα καριοφίλια,/ δίχως χλαίδες και όλγους,/ δίχως κλαγγή,/ σε έναν
πόλεμο δίχως Ρήγα Βελεστινλή/ Κανάρη, Καραϊσκάκη,/ Κολοκοτρώνη και στρατηγό
Μακρυγιάννη,/ δίχως Διονύδιο Σολωμό,/ Άγγελο Σικελιανό, Κωστή Παλαμά,/ Ανδρέα
Κάλβο και Αριστοτέλη Βαλαωρίτη,/ σε μάχη άυλη>>. Υποκλινόμεθα σε μια
τέτοια ποίηση και αληθώς την αγαπούμε, την σεβόμεθα και την προσκυνούμε.
Αυγερινός Ανδρέου