Γράφει
ο Αυγερινός Ανδρέου
Ήταν
βαρύς εκείνος ο χειμώνας του '50 στην Άρτα...
Ο Άραχθος κατέβασε πολλά ορμητικά
νερά με ξύλα και δέντρα ξερριζωμένα. Η θερμοκρασία πολλές φορές κάτω από το
μηδέν και η υγρασία τσάκιζε τα κόκκαλα των δύσμοιρων κατοίκων. Τα παιδιά που
πήγαιναν στο Γυμνάσιο και κατάγονταν από τα βουνά, έμεναν συνήθως δύο μαζί σε
ένα δωμάτιο για να αντιμετωπίζουν από κοινού το ενοίκιο και το φόβο της
μοναξιάς.
Εκεί,
στα αυθαίρετα σπίτια στο Σκοπευτήριο, στην Αγία Φανερωμένη και στον Άι Λια. Το
χώμα βογγούσε ακόμα από το αίμα των εκατοντάδων νεκρών του εμφύλιου σπαραγμού
του Δεκέμβρη του '44, αλλά αυτό για τους μαθητές ήταν άγνωστο ή σχεδόν
αδιάφορο. Αυτό που ήθελαν ήταν ψωμί και φαγητό να χορτάσουν την πείνα τους. Οι
δύο φίλοι συμμαθητές με καταγωγή από τα επάνω Ραδοβίζια, είχαν δυο ημέρες να
φάνε. Είχαν ν' αντιμετωπίσουν και το κρύο ( για φωτιά ή σόμπα ούτε λόγος
μπορούσε να γίνει).
Νύχτωσε
για τα καλά και κάθησαν κάτω από την λάμπα πετρελαίου να διαβάσουν τα μαθήματα
της επιούσης ημέρας. Ξαφνικά εισέρχεται στο δωματιάκι τους ο ιδιοκτήτης,
σκληρός και αδυσώπυτος. - 'Εξω παλιόπαιδα, τους λέει, χρωστάτε δύο ενοίκια και
μπήκατε στο τρίτο... Χωρίς να περιμένει απάντηση τους πετάει τα λιγοστά
πραγματάκια του έξω από το σπίτι. Πήρε το δίκιο μόνος τους, τι σημαίνει
Δικαστήρια κλπ;
Τα
δύο Ηπειρωτάκια έβαλαν τα κλάμματα. Τα δάκρυά τους σκεπάστηκαν σε λίγο από το
χιόνι που άρχισε να πέφτει απαλό αλλά σταθερό. Τι κάνουμε τώρα; έλεγε το ένα
στο άλλο. Μια φαεινή ιδέα ήρθε στο μυαλό του ενός. Να βρούμε καταφύγιο σε μια
εκκλησία. Σύρθηκαν κρατώντας τα πραγματάκια τους υπό μάλης και μπήκαν στο
εκκλησάκι του Άι Γιάννη απέναντι από τα παλαιά Δικαστήρια. Ευτυχώς φύλακας δεν
τους είδε. Πέρασε η νύχτα και γλυκοξημέρωνε.
Ο
ένας λέει: - λιποθυμάω από την πείνα, δεν μπορώ να πάω στο σχολείο. Ο άλλος
ξαφνικά ένιωσε την δύναμή του να πολλαπλασιάζεται γιατί έπρεπε να αναλάβει
δράση και να σώσει τον φίλο του.
Ξαφνικά
η ιδέα εφανερώθη. Θα πιουν το λάδι από τα καντήλια της εκκλησίας! Έτσι και
έγινε. Η απωλεσθείσα εκ της πείνας δύναμη ανεκτήθη πάραυτα και πήραν το δρόμο
για το σχολείο, για τη γνώση. Το βράδυ τα ίδια. Κρυφά ξαναμπήκαν στην εκκλησία,
διάβασαν τα μαθήματά τους υπό το φως το καντηλιών, ήπιαν το λάδι τους και
συνέχισαν τη ζωή τους, εάν βέβαια αυτό θα μπορούσε κάποιος να το ειπεί ζωή.
Πέρασαν
5-6 ημέρες και ξάφνου βλέπουν τον φύλακα της εκκλησίας να εισέρχεται σε αυτήν.
Οι νέοι έχασαν την φωνή τους και δεν ήξεραν από ποιόν να ζητήσουν συγχώρεση:
Από τον Κύριο που εισήλθαν άνευ αδείας εις τον οίκον Του και του ήπιαν και το
λάδι του, που σίγουρα για άλλα θα το χρησιμοποιούσε ή από τον φύλακα με το
ευτραφές μουστάκι του, ο οποίος με βεβαιότητα το ολιγότερον θα τους οδηγούσε
στην Αστυνομία, στο χώρο δηλαδή που το πιο καλό που μπορούσε κάποιος να πάθει
ήταν ξυλοφορτωθεί.
Όμως,
ώ του θαύματος! Ο καλοκάγαθος εκείνος άνθρωπος τους είπε:
-
Μη φοβάστε, νομίζετε ότι δεν σας είδα; έκανα ότι δεν σας είδα! Ρε χαμένα, δεν
αναρωτηθήκατε γιατί βρίσκατε κάθε μέρα γεμάτα τα καντήλια με λάδι; Αυτό το
παιγνίδι μπορώ να το κάνω ένα μήνα ακόμη, μετά θα ζεστάνει ο καιρός και κάντε
ό,τι θέλετε.
Ένα
δάκρυ πικρό κύλησε από τα μάτια του ωραίου εκείνου φύλακα. Άλλαξε θέση και
μουρμούρησε:
-
Πώς τα ανέχεσαι όλα αυτά, Κύριε;
Τα
χρόνια πέρασαν. Ο ένας από τους δύο μού διηγήθηκε την ιστορία αυτή. Είπε ότι
μπορώ να την καταλάβω. Κάτι θα ήξερε, γιατί ήταν ο αγαπημένος μου καθηγητής.
Τώρα από τα επουράνια που βρίσκεται μπορεί να δυσανασχετεί με την γραφή μου
ετούτη. Ο άλλος μαθητής, που δίδαξε σε πολλά Πανεπιστήμια της Αμερικής και της
Ευρώπης, δεν ξέρω εάν αποκάλυψε σε κάποιον την μικρή αυτή ιστορία.
Στις
συναντήσεις μας απέφυγα επιμελώς να του ειπώ ότι την ξέρω, όπως και άλλες
πολλές ιστορίες των δύο παλαιών συμμαθητών.