'Ανοιξε ένα βιβλίο. Γύρισε την πρώτη σελίδα, μετά...
τη δεύτερη,
την τρίτη, ώσπου το ξεφύλλισε όλο νευρικά. Έπιασε άλλο ένα, το άνοιξε γρήγορα
κι αντίκρισε το ίδιο θέαμα. Έτρεξε στο κοντινότερο βιβλιοστάσιο κι άρπαξε
τυχαία ένα βιβλίο.
«Δεν είναι δυνατόν!» ψιθύρισε μόλις το άνοιξε. Το πρόσωπό της
έχασε το χρώμα του, και τότε οι σκέψεις της διακόπηκαν από μια φωνή.
«Πεινάω...»
Αφού κυνήγησε τη φωνή σε όλη τη βιβλιοθήκη, κοντοστάθηκε
ξαφνικά μπροστά σε έναν τοίχο. Γούρλωσε τα μάτια, έβγαλε μια πνιχτή κραυγή και
σωριάστηκε στο πάτωμα.
«Κυρία Ευτέρπη, με ακούτε;» ακούστηκε ύστερα από λίγο η
βοηθός της. «Μη σηκώνεστε απότομα... Μα τι συνέβη; Γιατί είναι τόσα βιβλία
πεταμένα κάτω;»
«Ορίστε, δες και μόνη σου!» της απάντησε, δίνοντάς της ένα
απ' τα βιβλία.
«Μα οι σελίδες του είναι κενές...» είπε η Λυδία απορημένη.
«Όλα τα βιβλία είναι έτσι».