«Το παιδί μου… Βοήθεια. Έχασα το παιδί μου…»
Η τραγική μάνα νιώθει τον κόσμο να χάνεται.
Ποιο μυαλό και ποια καρδιά μπορούν να αντέξουν
τόση πίεση, τόση τραγικότητα μέσα σε μια στιγμή;
Ψάχνει στα μάτια των ανθρώπων γύρω της τη λύτρωση
για τον χαμό της κόρης της...
Ψάχνει την ίδια της τη σάρκα, το αίμα της. Μάταια όμως…
Το παιδί χάθηκε.
Της το άρπαξε ένα ζευγάρι
μέσα από τα χέρια της, ένα καλοκαίρι στο Νυδρί της Λευκάδας, για να καλύψουν το
κενό που είχαν στη ζωή τους.
Μαζί τους η Νεφέλη γνώρισε την αγάπη, το χάδι, το
χαμόγελο, ώσπου ήρθε στον κόσμο ο αδελφός της.
Από τότε, όλα άλλαξαν…
Τα πινέλα και οι καμβάδες
τη βοηθούσαν να δραπετεύει από την ασπρόμαυρη ζωή της, μέσα από ένα έγχρωμο
παράθυρο.
Η γυναίκα και ο άνδρας που γνώρισε σαν γονείς την
πλήγωσαν, την πόνεσαν, μέχρι να ανοίξει το παράθυρο… αλλά και τα φτερά της.
Αντιγόνη, Μελιτίνη, Αρετή.
Μπήκαν στη ζωή της για να της δείξουν την αγάπη,
την ανθρωπιά.
Έρωτας, Αρρώστια, Λύτρωση.
Πόση δύναμη μπορούν να ασκήσουν πάνω της;