Κάποτε
η νυχτερίδα, ο βάτος κι η βουτήχτρα συνεταιρίστηκαν και ρίχτηκαν στο εμπόριο. Η
νυχτερίδα δανείστηκε χρήματα και τα’ δωσε στο κοινό ταμείο, ο βάτος πήρε
υφάσματα κι η βουτήχτρα μπρούντζο.
Ξεκίνησαν και οι τρεις τους με πλοίο. Στο δρόμο τους έπιασε φουρτούνα,
το πλοίο αναποδογυρίστηκε κι οι τρεις έμποροι γλύτωσαν και βγήκαν στη στεριά,
αφού έχασαν όλο τους το εμπόριο. Από τότε η βουτήχτρα γύριζε στις
ακρογιαλιές, με την ελπίδα να βρει το
χαμένο μπρούντζο, η νυχτερίδα κρύβεται γιατί φοβάται τους δανειστές της και
μονάχα τη νύχτα φτερουγίζει αναζητώντας την τροφή της κι ο βάτος αρπάζεται από
τα ρούχα των ανθρώπων, με την ελπίδα ν’ αναγνωρίσει κανένα δικό του ύφασμα.
‘Ο
μύθος σημαίνει πως κάποια λύση υπάρχει σ’ ό ,τι υπάρχει πάνω σ’ αυτόν τον
κόσμο.
«Αισώπου Μύθοι»