Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

Ο μύθος ότι έκαιγαν τις μάγισσες και η σφαγή των αθώων στο Σάλεμ!!!


Υπάρχει ένας αστικός μύθος, που λέει ότι στο Σάλεμ της Μασαχουσέτης άνθρωποι που καταδικαζόταν για μαγεία, καίγονταν ζωντανοί, κατά τη διάρκεια των «δοκιμασιών των μάγων».
Ε, λοιπόν όχι…

Όταν κανείς σκέφτεται για την καταδίωξη μαγισσών πριν από μερικούς αιώνες, η πρώτη εικόνα που έρχεται στο μυαλό, είναι αυτή μιας γυναίκας δεμένης σε ένα στύλο, να καίγεται ζωντανή. Το κάψιμο των μαγισσών είναι τόσο συνημμένο με το κυνήγι τους, που πλέον τα δύο στο μυαλό του κόσμου δεν διαφέρουν, υπηρετούν ένα «κλισέ». Η αλήθεια όμως είναι ότι το κάψιμο καταδικασμένων μάγων δεν ήταν και τόσο συχνό στην Αγγλία. Με το που εγκαταστάθηκαν οι αγγλικές αποικίες στην Αμερική, θεσπίστηκε νόμος που απαγόρευε το κάψιμο ζωντανών ανθρώπων, ο οποίος προφανώς θα ίσχυε και στις αποικίες, και θα απαγόρευε το κάψιμο της λείας αυτού του ιδιαιτέρου κυνηγιού. Οι «Δοκιμασίες των μάγων» του Σάλεμ (the Salem witch trials), είναι ίσως το πιο γνωστό κυνήγι μαγισσών στην Αμερική. Διοργανώθηκαν από το 1692 και το 1693 στην αποικιακή Μασαχουσέτη, την ίδια περίοδο που το κυνήγι μαγισσών στην Ευρώπη, το οποίο θεσπίστηκε τον 14ο αιώνα, είχε αρχίσει να χάνει τη «δημοτικότητά του».
Πριν από το κυνήγι μαγισσών στην Ευρώπη, η ικανότητα να ασκεί κάποιος μαγεία ήταν αρκετά πιο αποδεκτή. Για παράδειγμα η «μαγεία» χρησιμοποιούταν για να γιατρεύει κόσμο. Αυτού του είδους η πρακτική μπορούσε να ωφελήσει, όσο και να βλάψει τον κόσμο. Πάνω σε αυτή τη βάση, ξεκίνησαν οι «Δοκιμασίες των μάγων» του Σάλεμ. Τα χρόνια πριν τις δοκιμασίες, η περιοχή πέρασε μία πολύ δύσκολη περίοδο. Το 1689 οι πρόσφυγες του Γάλλο-Αγγλικού πολέμου είχαν υπερχειλίσει την πόλη. Το Σάλεμ δεν μπορούσε να θρέψει τόσους ανθρώπους, πράγμα που όξυνε και το χάσμα ανάμεσα στους πλούσιους και στους φτωχούς, προκαλώντας πολλούς και αρκετά έντονους διαπληκτισμούς. Οι «πουριτανοί» της περιοχής έριχναν το φταίξιμο στον διάβολο. Υπήρχε επίσης μία πολύ μεγάλη βεντέτα ανάμεσα σε δύο μεγάλους οίκους της περιοχής, στον οίκο Πούτναμ και στον οίκο Πόρτερ. Οι ντόπιοι λάμβαναν μέρος στη βεντέτα, υποστηρίζοντας είτε τη μία οικογένεια είτε την άλλη, πράγμα που περιέπλεκε ακόμα περισσότερο τα πράγματα.
Την ίδια χρονιά, ο αιδεσιμότατος Σάμιουελ Πάρις, έγινε ο πρώτος χειροτονημένος υπουργός που καταγόταν από τη περιοχή, πράγμα που δεν ενέκρινε η πλειοψηφία της πόλης, αφού ο Πάρις ήταν ένας άπληστος άνθρωπος, γεγονός που άρχισε να αποτελματώνει την κατάσταση. Τον Ιανουάριο του 1692, τρία μικρά κορίτσια άρχισαν να φέρονται «ταραγμένα», τσίριζαν, μουρμούριζαν περίεργους ήχους, γαύγιζαν σαν σκύλοι όταν τους απεύθυναν τον λόγο, δεν μπορούσαν να συγκεντρωθούν στις εργασίες τους και «παραμόρφωναν» το σώμα τους σε απίστευτες στάσεις. Αυτό άρχισε να συμβαίνει αφού τα κορίτσια άρχισαν να ασχολούνται με τις προβλέψεις για το μέλλον, καθώς προσπαθούσαν να απαντήσουν σε ερωτήσεις όπως: πώς θα είναι η ζωή τους στο μέλλον, ή πώς θα είναι ο σύζυγός τους και τι δουλειά θα έκανε (πρακτική αρκετά γνωστή εκείνη την περίοδο). Τα κορίτσια ήταν η κόρη και η ανιψιά του αιδεσιμότατου, η Μπέτι Πάρις, 9 χρονών, και η Άμπιγκεϊλ Γουίλιαμς, 11 χρονών. Το τρίτο κορίτσι ήταν η Αν Πούτναμ, 12 χρονών, μέλος της οικογένειας που εμπλεκόταν στην βεντέτα. Αφού ο αιδεσιμότατος «διάβασε» τα κορίτσια χωρίς αποτέλεσμα και ο γιατρός που κάλεσε δεν μπόρεσε να λύσει το πρόβλημα, σε δημόσιο διάγγελμά του παραδέχτηκε ότι κάτι υπερφυσικό επηρέαζε τα κορίτσια.
Τον Φεβρουάριο, τα θύματα της «δουλειάς του διαβόλου», υποστήριξαν ότι τρείς γυναίκες ήταν υπεύθυνες για την «αναστάτωσή» τους: η Σάρα Όσμπορν, η Σάρα Γκουντ, και η Τιτούμπα, σκλάβα του Πάρις. Μολονότι και οι τρεις ανακρίθηκαν, μόνο η Τιτούμπα ομολόγησε. Οι τρεις γυναίκες κατόπιν φυλακίστηκαν, δεν κάηκαν στον πάσαλο. Παρόλο που οι τρεις μάγισσες φυλακίστηκαν, ο κόσμος του Σάλεμ άρχισε να τρελαίνεται. Η περίοδος που ακολούθησε, ήταν μία περίοδος μαζικής υστερίας, αφού πολλοί, εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση για να απαλλαχθούν από εχθρούς, σήκωναν με ευκολία το δάχτυλο για να υποδείξουν μάγους. Η μικρότερη αφορμή αρκούσε. Όταν το κυνήγι τελείωσε, περίπου 200 άτομα είχαν κατηγορηθεί για πρακτικές μαγείας, όμως μόνο 20 εκτελέστηκαν. Η πρώτη εκτέλεση ήταν αυτή της Μπρίτζετ Μπίσοπ, μιας ανακατωσούρας και κουτσομπόλας γυναίκας, γνωρίσματα που αρκούσαν για την καταδίκη της. Παρ’ όλες τις δικαστικές της προσπάθειες να αθωωθεί, το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο ανέλαβε τις υποθέσεις μαγείας, την έκρινε ένοχη.
Στις 10 Ιουνίου 1692 κρεμάστηκε στην περιοχή που αργότερα έμεινε γνωστή ως Gallows Hill (ο λόφος της κρεμάλας). Δεκαοχτώ γυναίκες ακολούθησαν τα βήματά της στο λόφο. Μαζί τους και ο Γκίλς Κόρεϊ, ένας ηλικιωμένος άντρας, ο οποίος καταπλακώθηκε μέχρι θανάτου από τεράστιους βράχους. Πολλοί άλλοι καταδικάστηκαν και πέθαναν στις φυλακές, όπως η Σάρα Όσμπορν, μία από τις πρώτες μάγισσες που καταδικάστηκαν. Το περίεργο είναι ότι η Τιτούμπα, που παραδέχτηκε την πρακτική μαγείας από την αρχή, απλά αφέθηκε, αφού κάποιος πλήρωσε, ώστε να τη βγάλει από τη φυλακή. Όπως φάνηκε στην περίπτωση του Σάλεμ, ο συνήθης τρόπος για την απαλλαγή των μαγισσών ήταν ο απαγχονισμός. Στη Βρετανία η μαγεία θεωρούταν «έγκλημα ενάντια στην κυβέρνηση» και κακούργημα, που τιμωρούταν με κρέμασμα.

Εφόσον λοιπόν, αυτός ήταν ο νόμος στην Αγγλία, οι αποικίες τον υπάκουγαν αυστηρά, άρα πότε δεν κάηκε μάγισσα στο Σάλεμ. Οι μάγισσες όμως αποτεφρώνονταν μετά τον θάνατό τους, ώστε να μην στοιχειωθεί η πόλη, και έτσι έμεινε ο μύθος για το κάψιμο των μαγισσών. Φυσικά, σε άλλες χώρες η πυρά ήταν ο πρώτος τρόπος για να εκτελεστούν οι μάγισσες. Λίγο αργότερα, το 1702, το Γενικό δικαστήριο έκρινε τις δοκιμασίες παράνομες, αφού πολλοί από αυτούς που εμπλέκονταν, παραδέχονται ότι οι αποφάσεις τους ήταν λανθασμένες. Το 1711, απόγονοι των θυμάτων αποζημιώθηκαν για την απώλεια αγαπημένου προσώπου και η φήμη των θυμάτων αποκαταστήθηκε. Μολαταύτα, η Μασαχουσέτη ως πολιτεία απολογήθηκε επισήμως για τα περιστατικά το 1957. Η Αν Πούτναμ, ένα από τα τρία κορίτσια που ξεκίνησαν την ιστορία αυτή, έστειλε το 1706 απολογητικό γράμμα σε όλη την κοινότητα, αλλά μάλλον ήταν κάπως αργά, δεν νομίζετε; (mixanitouxronou)