Έσβησα το πούρο, ήπια
δυο τσίπουρα ακόμα και χωρίς να το καταλάβω, αποκοιμήθηκα στην καρέκλα, με το
απαλό αεράκι να μου χαϊδεύει το πρόσωπο.
Όταν άνοιξα τα μάτια
μου, αισθανόμενος ένα χέρι να μου σφίγγει τον ώμο, είχε ήδη σουρουπώσει...
«Έτσι μου αρέσεις. Χύμα
στο κύμα, χωρίς πρόγραμμα και προμελετημένες κινήσεις. Αφέντης του εαυτού σου
και όχι υπάλληλος του χρόνου», μου είπε ο Λουκάς και στηριζόμενος σε μια
χειροποίητη μαγκούρα πήγε και κάθισε σε μια ψάθινη πολυθρόνα, μπροστά σ’ ένα
τεράστιο πέτρινο τραπέζι, σε μια άκρη του κήπου.
«Αν θέλεις μπορείς να
δειπνήσεις μαζί μας ή ακόμα να καθίσεις μαζί μας για παρέα συνεχίζοντας το ποτό
σου».
Σηκώθηκα, κούνησα
καταφατικά το κεφάλι μου, έκανα νόημα με το χέρι μου ότι θα γυρίσω και
κατευθύνθηκα προς το σπίτι.
«Θα φας;» με ρώτησε
τρυφερά και ευγενικά η Βαλίνα, καθώς συναντηθήκαμε μέσα στο σπίτι για να
συνεχίσει.
«Έχω φτιάξει ποικιλία
με μεζέδες, σαλάτα και έχει και κάτι καυτερές λιχουδιές, έτοιμες φυσικά, άλλο
πράγμα».
«Φυσικά. Πάω στο μπάνιο
να ρίξω στο πρόσωπο μου λίγο νερό να ξυπνήσω και έρχομαι» της απάντησα
προσπαθώντας να κρύψω την έκπληξή και το θαυμασμό μου, βλέποντας την να φοράει
ένα διάφανο προκλητικό ταφτάνι και από μέσα μόνο ένα δείγμα εσώρουχου.
Μπήκα στο μπάνιο,
κατέληξα να κάνω ένα γρήγορο κρύο ντουζ για να… ηρεμίσω και σε μερικά λεπτά της
ώρας, επέστρεψα στον κήπο. Με περίμεναν.
Τα ποτήρια ήταν γεμάτα
με κρύο τσίπουρο και το τραπέζι γεμάτο πιάτα.
Στη μέση του δέσποζε
ένα μεταλλικό φανάρι, μάλλον αντίκα, με τη φλόγα του κεριού να φωτίζει τα πρόσωπά
μέσα και τα εδέσματα.
Χαμογέλασα και κάθισα
μαζί τους. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας, ήπια το πρώτο φρέσκο τσίπουρο,
ακολούθησε και δεύτερο, για ν’ αρχίσουμε όλοι στη συνέχεια να τσιμπάμε από τα
πιάτα, προσπαθώντας να σβήσουμε ή έστω να περιορίσουμε τη φλόγα του ποτού που
μας έκαιγε τα εντόσθια.
«Άντε λοιπόν να σε
καλωσορίσουμε και επίσημα στο σπιτικό μας αγαπητέ Δωρόθεε», αναφώνησε ο Dr. και σήκωσε το ποτήρι.
Ακολουθήσαμε και οι δυο
το πρόσταγμα του και τσουγκρίζοντας τα ποτήρια για πολλοστή φορά ευχηθήκαμε
«υγεία» ο ένας στον άλλο.
«Η μέθη ελευθερώνει το
μυαλό από φοβίες και αναστολές και οπλίζει τη γλώσσα με θράσος και μπόλικα
σαρδάμ, φίλε. Συμφωνείς;»
Τον κοίταξα για λίγο
καθώς σάλιωνε την άκρη του πούρου ρου, ήπια ένα τσίπουρο και ρίχνοντας μια
κλεφτή ματιά στη Βαλίνα του απάντησα.
«Αν χάσεις όμως τον
έλεγχο, εύχεσαι την επόμενη μέρα να μη θυμάται κανένας τα κατορθώματα σου».
«Καλά το πας, αλλά
χρειάζεται και λίγο τρέλα στη ζωή. Κανείς άλλωστε δεν έμεινε στην ιστορία για
την ήρεμη ζωή του», μου απάντησε ανάβοντας το πούρο.
(απόσπασμα από το βιβλίο
«ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΠΙΣΤΙΑΣ» του Παύλου Ανδριά, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΙΑΜΒΟΣ, Χ.
Τρικούπη 31, τηλ. 210-3300443)