Του Μανόλη Παντινάκη
Από τον θρόνο του, στο Θρόνος που έχει αναρριχηθεί, ο
Νικηφόρος Σηφακάκης, στην μεγάλη τράπεζα του «Μυστικού Δείπνου», θα πάρει ως…
αρχαίος της αγιοσύνης του πολιτισμού της Σύβριτας στο Αμάρι τη λύρα, το
ψυχοφάρμακό του, για να μερώσει τη σύστασή του. Άντε λοιπόν, τον προσκαλείς,
στους σκοπούς και στο τραγούδι της μεγαλοσύνης του. Θα σηκωθεί, μπαίνοντας με
ευλάβεια...
Τα ακούσματα-ψαλμοί στο ερημητήριό του, τον
ταρακουνούν σαν τις σεισμικές δονήσεις, τον ξεσηκώνουν και επαναστατεί: «Εγώ είμαι
ένας Ζορμπάς, φιλόμουσος, καλοφαγάς, ξαπλατζής, γυναικάς και πότης…»
Και όσο το μυθικό όργανο που ο ίδιος του έδωσε με τα
χέρια του «σάρκα και φωνή» και αφήνει τους ήχους από τα εσώψυχα του στο έξω
περιβάλλον, ο Νικηφόρος γαληνεύει και ερωτεύεται. Τότε είναι που θα σμίξει και
τη δική του φωνή και θα ξεσπάσει με γλυκιά λαλιά σαν να παρεμβαίνει στη χορωδία
των αγγέλων:
Ως κι αν γεράσει ο μερακλής
την όρεξη δε χάνει,
ως κι αν γεράσει ο Χριστός
σαράντα αγίους κάνει…
την όρεξη δε χάνει,
ως κι αν γεράσει ο Χριστός
σαράντα αγίους κάνει…
Όταν πια θα αφήσει τη λύρα να… ξαποστάσει κι εκείνη, ο
Νικηφόρος με τη βυζαντινή μορφή στον Ψηλορείτη με πολλές καταιγίδες στα 84 του
χρόνια, θα σου πει: «Επαραίτησα τα όργανα γιατί δεν πάνε τα χέρια μου, είμαι και
μεγάλος άνθρωπος. Ούλα γερνούνε κι ο χρόνος χαμηλώνει ακόμη και τσι πανύψηλες
κορφές των βουνών…». Όμως, θρέφεται ακόμη από το βυζί της
μεγαλομάνας θεάς μουσικής και είναι απόλυτος: «Χωρίς τη μουσική
ο κόσμος είναι λίγος, είναι ποθαμένος. Η μουσική σε ξεσηκώνει και σε τραντάζει.
Αλλά εμεγαλώσαμε κι ένα-ένα μας εγκαταλείπει και μας έμεινε το μυαλό να
βρίχνομε την πόρτα να γυρίζομε στο σπίτι! Πολλοί «εξ ημών» έχουν πάθει αμνησία
και τσι γυρεύουνε στα χωριά και στα χωράφια. Εγώ έχω πάντα στην τσέπη μου μια
σφυρίχτρα σαν τον τροχονόμο…»
«ΠΑΙΖΑΜΕ ΛΥΡΑ ΞΕΡΗ…»
Η σοφία του Νικηφόρου έχει φωλιάσει στο ανθοστολισμένο
στενό πάνω στο δρόμο, που φροντίζει τα λουλούδια, δείγμα ψυχής η Αρετή η γυναίκα του Ζορμπά-λυράρη. «Ποτισμένη» και η ίδια
με στοιχεία τέχνης, όταν πληγιάζει βρίσκει νερό και ξεδιψά στο τραγούδι
και στην ποίηση και υποτάσσεται. Είναι ξεκάθαρος ο λαϊκός ορεσίβιος της Τέχνης: «Όποιος
είναι γελαστός ζει πολλά χρόνια. Ο θεός να σε ξεμιστεύει από τον άνθρωπο
που έχει κρεμάσει την προβοσκίδα! Ο άνθρωπος πρέπει να γελά γιατί δε θα
μείνουμε επαέ πολλές μέρες…»
Στους καιρούς με σοβαρό το έλλειμμα των μικροαστικών
απολαύσεων, οι λυράρηδες έχοντας ανυψώσει τη δημιουργία, υπόφεραν γιατί «ήμαστονε,
λέει, στα τελευταία καλούπια τση κοινωνίας». Στα γλέντια σε γάμους και βαφτίσια τους
έκαναν παρέα το μαντολίνο ή το ούτι. Ή «παίζαμε και λύρα ξερή χωρίς πάσα παρά με τα
γερακοκούδουνα, στη μέση-μέση του μαγαζιού ή του σπιτιού». Και τότε, αναστοράται ο Νικηφόρος, «το ζητούσε η
ψυχή μας, ενώ εδά το ζητά ο παράς». Εν πάση περιπτώσει, «κάτι
χάσαμε και κάτι έχουμε γευτεί».
Σηκώνεται και πάλι, ακουμπά τη βάση της «ερωμένης» του
στην μεγάλη «τράπεζα των αγίων» και γαληνεύει και πάλι με την κρητική σούστα:
Ο γέρος κι αν εγέρασε
κι άλλαξε το μαλλί του
μηδέ κι η γνώμη του άλλαξε
μηδέ κι η κεφαλή του…
κι άλλαξε το μαλλί του
μηδέ κι η γνώμη του άλλαξε
μηδέ κι η κεφαλή του…
«Η τέχνη μου ήτανε χαλκιάς», λέει γυρίζοντας
πολλές δεκαετίες, «και πήγαινα με τα πόδια από παέ στο Βυζάρι και μάθαινα σε ένα
Βαγγέλη Καπετανάκη. Μα ο νους κι ο λογισμός μου ήτανε στη λύρα! Μετά τη δουλειά
στο περβόλι, στη φάμπρικα και στο χωράφι για να ζήσω, η πρώτη μου δουλειά με το
που έφτανα ήταν να πιω μια ρακή και να πιάσω τη λύρα, να ησυχάσω, να μερώσω…»
ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΞΥΛΟ
Και δεν ήταν μόνο που τον συνέπαιρνε η μουσική του
κρητικού οργάνου. Αναζητητής κάθε στοιχείου που παράγει η γεννήτρα φύση,
βιαζόταν και αγωνιούσε για τη φωνή που θα έβγαζε πρώτα-πρώτα στον ίδιο και
ύστερα στον έξω κόσμο, το μουσικό δημιούργημά του. Ο Ψαραντώνης βρήκε
στην τέχνη του Νικηφόρου το δημιούργημα που αναζητούσε, μια μεγάλη λύρα στη
ράτσα του βιολαντσέλου και την πήρε…
Όλα όμως «ξεκινούν από τις παλιές αγάπες» και «τα πάντα στην τέχνη είναι έρωτας που δε
στερεύει», διαπιστώνει μετά από πολλά χρόνια. «Οι έρωτες
είναι πολλοί, είναι μια ομορφιά που ο άνθρωπος κάνει «τα άγια των αγίων». Ερωτεύεσαι το ξύλο που σκαλίζεις και θα σου
μιλήσει μετά με τη φωνή του. Δημιουργώ και κλαίω και βιάζομαι να τελειώσω τη
δουλειά για να ακούσω τη λαλιά του. Αρχίζει ύστερα ένας άλλος έρωτας, ο έρωτας
του ήχου που σε καθηλώνει…»
Δεν χορταίνεις να γεύεσαι το μέλι από τη σοφία του
Νικηφόρου, που όταν«φτάνω στη δημιουργία κλαίω και ξεσπαθώνω με τη
μουσική φέρνοντας τον εαυτό μου στη χαρά». Αυτός είναι και ο παράδεισος του και
προσπαθεί να μπαίνει σ’ αυτούς τους τόπους όταν μια «κακή στιγμή» θέλει να του
αλλάξει την ψυχοσύνθεση και να τον μεταλλάξει.
«Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΦΤΑΙΕΙ…»
Όμως, ακόμη και σήμερα, δεν μπορεί να συγχωρήσει την
επιμονή της μάνας του Μαρίας να τον αποτρέψει από τα «τελευταία
καλούπια της κοινωνίας». Από τα χρόνια που ήταν
μαθητής στο σχολείο, που «η φτώχεια και η κακομοιριά» αποτυπώνονταν στα γυμνά
πόδια και στις στενάχωρες φάτσες τους, η αποφασιστικότητα της ήταν εμφανής: «Ο
αφέντης μου ο Κωστής, πολέμαρχος στη Μικρά Ασία, έπαιζενε λύρα κι έσαζενε
κιόλας! Μα κι ο παππούς μου ο Χρόνης ο Σηφακάκης κι αυτός έπαιζενε και έσαζε
λύρες… Υπήρχανε, δηλαδή, οι προδιαγραφές! Η μάνα μου επ’ ουδενί να με αφήνει να
παίζω γιατί ήμουνε, λέει, όμορφος και με τη λύρα θα γύριζα, θα ‘πινα, θα
μεθούσα και θα έμοιαζα του παππού μου και θα τση κλέβανε τον ομορφονιό! Μια
φορά εμείς εζυγώναμε τσι γυναίκες μα εδά μας εζυγώνουνε αυτές… Εγώ είμαι γεννημένος
του ’29 στσι 8 του Ιούνη και από 10 χρονών κοπέλι έπαιζα το λυράκι, μου μάθαινε
κι ο αφέντης μου. Έλεγε τση μάνας μου: «Άσε μπρε το κοπέλι, να μη γυρίζει στα
καφενεία και στα χαρτιά», μα αυτή δεν άλλαζενε κι εγώ επήγαινα κι έπαιζα το
λυράκι στον αχεριώνα και στο στάβλο. Ήμουνε γεννημένος για τη μουσική μα με
χάλασενε η μάνα μου και ο άνθρωπος γεννιέται και δε γίνεται!»
Ο φιλόμουσος Ζορμπάς, απαλλαγμένος από την υποτέλεια
και ασυμβίβαστος, σε λίγο θα βάλει στο δοξάρι τους καημούς και θα τους κάνει τραγούδι.
Θα πέσει πάνω στη μεγάλη του ερωμένη και θα ελευθερώσει το πάθος της ψυχής του.
Τότε θα πει ότι λευτεριά σημαίνει ξαστεριά και θα
αρχίσει τα παλιά πεντοζάλια του Χρόνη και του Κωστή Σηφακάκη. Τότε μιλούσε μαζί
τους και σειόταν το σύμπαν…