Του Μανόλη Παντινάκη
Μακριά από τους καιρούς που οι εμπορικές συναλλαγές
γίνονταν με τις ανταλλαγές προϊόντων, βλέπουν στα χωριά της Κρήτης ηλικιωμένοι
που από τη ζωή τους...
Θύματα των αδίστακτων ήταν οι χωρικοί, που στις
τρομακτικές ελλείψεις που αντιμετώπιζαν, παρέδιδαν και θησαυρούς για να τους
ανταλλάξουν με ευτελούς αξίας είδη. Όμως, κάνοντας σύγκριση των χαλεπών καιρών
της κατοχής με τις σημερινές, ο Γιώργης Παττακός 90 χρονών σήμερα στο
χωριό Πατσός Αμαρίου χαρακτηρίζει «χειρότερη
αυτή την εποχή από εκείνη», γιατί «με τους Γερμανούς περνούσαμε φίνα».
Αλλά πώς ήταν… «φίνα»; Απαντά ο ίδιος: «Ήρχουνταν, παίρνανε κρομμύδια, πατάτες,
κότες και πηγαίνανε στο διάολο!» Ενώ σήμερα, διαπιστώνει, «έχομε δυστυχία και δε δουλεύουμε…» Τότε,
οι διάφοροι περιπλανώμενοι που επικράτησαν ως μαυραγορίτες και ξεκινούσαν
από μακριά, έφερναν στα χωριά είδη ανάγκης και με τη μέθοδο της εποχής τα
αντάλλασαν με προϊόντα.
«Δηλαδή», εξηγεί,
αναφερόμενος σε προσωπικά του περιστατικά, «είχα δώσει είκοσι οκάδες λουμπούνια και πήρα ένα ζευγάρι αρβύλες και
μου βαστήξανε δυο χρόνια. Άλλη φορά, πάλι, έδωκα ένα τσουβάλι πατάτες και
πήρα ένα σακάκι ολοκαίνουριο και μια τρίτη αντάλλαξα πέντε οκάδες κουκιά με
δέκα οκάδες αλάτι, γιατί μας το είχαν φάει οι Γερμανοί. Την τελευταία φορά
έδωκα τριάντα οκάδες φάβα και μου έδωκε είδη για το σπίτι. Κανείς από αυτούς
δεν έπαιρνε τα λεφτά γιατί δεν περνούσαν. Τα πάντα γίνονταν με ανταλλαγές
προϊόντων…»
ΘΑ ΦΤΑΣΟΥΜΕ ΣΤΙΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΕΣ;
Το τοπίο, βέβαια, σήμερα έχει αλλάξει και
τέτοιες εμπορικές συναλλαγές φαντάζουν σαν όνειρο! Οι παλαιοί παραγωγοί, λόγω
του βάρους των χρόνων, αποσύρθηκαν και τη θέση των νέων καλλιεργητών έχουν
πάρει οι… μανάβηδες. Και όχι μόνο αυτοί! Ακολουθούν κάθε είδους πλανόδιοι
εποχούμενοι μικροπωλητές με την πραμάτεια που έχει ανάγκη το κάθε σπίτι…
Και πώς να επανέλθει το παλαιό μοντέλο συναλλαγών στο
εμπόριο; «Δεν έχομε προϊόντα»,
προσθέτει. Και συμπληρώνει: «Έρχονται
οι μανάβηδες, έρχονται οι φουρνάρηδες, έρχονται οι τυροκόμοι, έρχονται και
ποιοι δεν έρχονται! Αν έχεις λεφτά θα τη βγάλεις…»
Τότε, όμως, δεν έφταναν και οι πάμπολλοι λογαριασμοί
που καλείται το κάθε νοικοκυριό να πληρώσει σήμερα. «Ναι», λέει, «γιατί φως θωρούσαμε το βράδυ από το λύχνο,
μαγειρεύαμε και ζεσταινόμαστε από την παραστιά, νερό δεν πληρώναμε, αυτοκίνητα
δεν είχαμε παρά στράτες και γαϊδουράκια και με αυτά πηγαίναμε στη Χώρα. Και για
να φτάσουμε, κάναμε δρόμο 3,5 ώρες με τα πόδια αν τα είχαμε φορτώσει…»
ΣΤΗΝ ΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ…
Ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 σε ηλικία 18
χρονών, ξεκίνησε ο Γιώργης Παττακός με δυο συγχωριανούς του για το Ρέθυμνο,
έχοντας φορτώσει εμπόρευμα αγροτικά προϊόντα. «Νωρίς το πρωί φτάσαμε στις 4 Μάρτυρες στην πόλη, ξεφορτώσαμε τα
κοφίνια με τις ντομάτες και τα κρομμύδια και περιμέναμε. Σε λιγάκι έρχεται ο
Δασκαλογιάννης που είχε το μαγειρείο. Υπήρχανε, τότε, τρία ράδια στη Χώρα και
το ένα το είχε ο Δασκαλογιάννης. Βάνει το ράδιο και ακούμε: «Ύπουλα και
άναντρα, χωρίς ειδοποίηση, μας κήρυξε τον πόλεμο ο Μουσολίνι στις 12 τα
μεσάνυχτα…
»Μέχρι να ακούσουν οι
άνθρωποι πόλεμο, γέμισε η πλατεία. Άλλοι κλαίγανε, άλλοι φωνάζανε, άλλοι
γελούσαν κι εμείς λέγαμε τι… θα κάνομε τις ντομάτες! Πέρασε ένας Αποστολάκης
που είχε μανάβικο, πάω και φέρνω το γάιδαρο από το χάνι από τα «Πεταλάδικα» και
ξεφορτώνουμε τις ντομάτες στο μανάβικο. Ήρθε ο μπάρμπας μου ο Χαροκόπος και πάμε
στου Λεντζή το μαγειρείο. Αξέχαστα είχα παραγγείλει στιφάδο μοσχάρι…
»Όταν τσίτωνα μια μπουκιά
κρέας να το βάλω στο στόμα μου, εκείνη την ώρα έπαιζε ο συναγερμός. Λέει ο
Λεντζής να φύγομε γιατί θα κλείσω. Γύρισα στο χωριό και στις Πρασές σταματήσαμε
και φάγαμε αυγά με λουκάνικα. Στη Χώρα δεν πρόλαβα με το μπάρμπα μου το
Χαροκόπο…» (madeincreta)