Γράφει
ο Κώστας Γιαννακίδης
Ο
Λόρδος Μπάιρον έζησε στο Μεσολόγγι για 105 μέρες...
Αν έφευγε από τη ζωή λίγο
αργότερα, ίσως η ελληνική ιστορία να είχε γραφτεί διαφορετικά
Ειδικά
ο Κολοκοτρώνης, που παραμένει τρομακτικός ακόμα και μετά θάνατον, υψώνει τη
βαριά φωνή πάνω από τα παχιά μουστάκια του και θυμωμένος μας ανακαλεί εις την
εθνική τάξη.
Όμως έτσι και αφήσει κάποιος έναν χάρτη της
Ελλάδας πάνω στο μνήμα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, μπορεί τη νύχτα να τον πετύχει
έξω από το Α’ Νεκροταφείο. Κανένας από τους πρωταγωνιστές της ελληνικής
Επανάστασης δεν θα τολμούσε να φανταστεί την έκταση της Ελλάδας μετά από εκατό
χρόνια. Αν τους έλεγες τότε ότι η Ελλάδα θα ξεκινάει από το Καστελόριζο και θα
τελειώνει στην Κέρκυρα, στην καλύτερη περίπτωση θα σε έδιωχναν καβάλα σε ένα
γάιδαρο και στη χειρότερη θα σου φύτευαν ένα βόλι στην ηλίθια κεφαλή σου. Με
άλλα θα είχε πρόβλημα ο Κολοκοτρώνης. Θα έφριττε με τα φράγκικα μας ήθη, τους
ξενόφερτους επιτηρητές, τη χώρα που κίνησε να πάει στη Δύση και ακόμα δεν
μπορεί να φτάσει. Γιατί εκείνη η Ελλάδα νίκησε τότε. Της εσωστρέφειας και της
εθνικής μοναξιάς. Για αυτό κάναμε άγαλμα στον Κολοκοτρώνη και όχι στον ηττημένο
ευρωπαϊστή Μαυροκορδάτο. Και εκείνη η σύγκρουση μας τρώει και σήμερα σαν
στοιχειό. Και αν αργά, βασανιστικά αργά, ο Μαυροκορδάτος φτύνει αίμα για να
συρθεί προς τη Δύση, έρχονται οι οπλαρχηγοί, τον βουτάνε απ’ τα παντελόνια και
τον σέρνουν πάλι πίσω.
Υπάρχει, όμως, μία ιστορική υπόθεση
εργασίας. Οχι από εκείνες που, αν ανοίξουν σε ταβέρνα, ζητούν κρασί ως το πρωί.
Είναι πιο εξειδικευμένη και προσπαθεί, από το 1824, να μάθει το εξής: πώς θα
είχαν εξελιχθεί τα πράγματα στην Ελλάδα αν ο Λόρδος Μπάιρον δεν πέθαινε ακριβώς
105 μέρες μετά την άφιξη του στο Μεσολόγγι; Πρόκειται για μία υπόθεση που,
ασφαλώς, δεν έχει απασχολήσει τους ερευνητές οι οποίοι, ούτως ή άλλως, μελετούν
δεδομένα και όχι σενάρια. Επίσης η εθνικά αποδεκτή ιστορική αφήγηση μάλλον
υποβαθμίζει ή, τέλος πάντων φωτίζει λιγότερο, τον ρόλο του Μπάιρον στις
ελληνικές εξελίξεις. Στη συνείδηση του μέσου Έλληνα ο Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον
εμφανίζεται ως ένας ένθερμος λάτρης της ελληνικής ιδέας, ως η προσωποποίηση του
φιλελληνισμού.
Ένας
ρομαντικός ποιητής, εμπνευσμένος από το κάλλος και τα ιδεώδη της Ελλάδας που,
βγήκε από τη λήθη, τίναξε τα χώματα από πάνω της και βάδιζε ξανά στο δρόμο της
Ιστορίας. Δεν ήταν ακριβώς έτσι.
«Ο
πόλεμος του Μπάιρον, Ρομαντική Εξέγερση, Ελληνική Επανάσταση» είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο για τον ρόλο
του Μπάιρον στη γέννηση του ελληνικού κράτους. Συγγραφέας είναι ο Ρόντερικ
Μπίτον που διδάσκει ελληνική ιστορία, γλώσσα και λογοτεχνία στο King’s College
του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (εκδόσεις «Πατάκη»). Ο Μπίτον έχει πάρει στο
κατόπι τον Μπάιρον στην Ελλάδα. Και είναι σαν μίλησε με τον ίδιο, έχοντας
διαβάσει τα πάντα από το χέρι του και τις μαρτυρίες όσων των συνάντησαν.
Φανταστείτε τον Μπάιρον, με ελληνική
παραδοσιακή φορεσιά, έφιππο στο λασπωμένο Μεσολόγγι, περιστοιχισμένο από
Σουλιώτες που βαδίζουν ή τρέχουν γύρω από το άλογο με τις λερωμένες φουστανέλες
να ανεμίζουν…
Όμως, μισό λεπτό. Πώς ήταν, αλήθεια, αυτός
ο υπέροχος άνδρας; Πώς περιέγραφε τον πιο γνωστό ποιητή της εποχής του ένας
συνεπιβάτης του στο πλοίο για την Ελλάδα; Γράφει ο Τζέιμς Χάμιλτον Μπράουν,
στέλεχος της βρετανικής διοίκησης των Ιονίων Νήσων: «Το περίγραμμα της μορφής του ήταν ευγενικό και
εντυπωσιακό. Το μέτωπο, ιδιαίτερα, ήταν λευκό, σαν αλάβαστρο. Τα
λεπτοσχηματισμένα χαρακτηριστικά του ήταν χυμένα σε ένα μάλλον εκθηλυσμένο
καλούπι, αλλά η τρυφερή τους έκφραση αμβλυνόταν σε κάποιον βαθμό από το
καστανόξανθο μουστάκι κι ενα μικρό θύσανο τον οποίο έτρεφε εκείνη την εποχή. Τα
μάτια του ήταν μεγάλα και προεξείχαν ελαφρά, σκούρα γαλανά με εκείνο το γλαρό
ύφος που συχνά έχω παρατηρήσει στις γυναίκες. Η υφή της επιδερμίδας του ήταν
τόσο λεπτή και διάφανη, ώστε οι γαλάζιες φλέβες, που ανέβαιναν σαν λεπτές
κλωστές στους κροτάτους του, διακρίνονταν καθαρά…» Καταπληκτική περιγραφή, δεν
συμφωνείτε; Φανταστείτε τώρα τον Μπάιρον, με ελληνική παραδοσιακή φορεσιά,
έφιππο στο λασπωμένο Μεσολόγγι, περιστοιχισμένο από Σουλιώτες που βαδίζουν ή
τρέχουν γύρω από το άλογο με τις λερωμένες φουστανέλες να ανεμίζουν -μια εικόνα
δίνει και ο Ισίδωρος Ζουργός στην «Αηδονόπιτα») Ω, ναι,
σίγουρα είχε να κάνει με την αμφισεξουαλικότητα του ανδρός. Αλλά πάνω από όλα,
ο άνθρωπος αυτός ήταν ένας σταρ με μία εκρηκτική, διαχρονική λάμψη.
Μιλάμε για μία εποχή που η Ευρώπη έχει
πάθος με τον Μπάιρον. Του προσφέρει εκδοτική επιτυχία και πλούτη. Θα μπορούσε
να ζει στο Λονδίνο, ως μέλος της Βουλής των Λόρδων. Στην Ελβετία ή στην Ιταλία.
Σκεφτόταν να πάει στην Αμερική ή να φτάσει ως την Ιαπωνία. Και όμως, αυτός ο
άνθρωπος πήρε τα νιάτα, το ταλέντο και τα πλούτη του για να τα ξοδέψει στην
Ελλάδα. Εντάξει, αλλά γιατί το έκανε; Σίγουρα δεν το έκανε για τους Ελληνες για
τους οποίους, ας είμαστε ειλικρινείς και σοβαροί, δεν διατηρούσε την καλύτερη
άποψη. Αναφερόταν συχνά στην «αναξιότητα των ανθρώπων για τους οποίους σκόπευε
να κάνει μεγάλες θυσίες». Είχε, άλλωστε, επισκεφθεί την Ελλάδα το 1809. Και,
φυσικά, άκουγε τις περιγραφές πολλών φιλελλήνων που επέστρεφαν στη Δύση
κατηφείς και απογοητευμένοι από την επαφή τους με τους εξεγερμένους Έλληνες.
Υπάρχουν πολλές ερμηνείες για το κίνητρο του Μπάιρον. Από την ανάγκη του να
μιμηθεί τον Ναπολέοντα, ως την ευκαιρία να δώσει έναν σπουδαίο σκοπό στη ζωή
του, ανακτώντας τις απαγορευμένες σεξουαλικές εμπειρίες της νιότης του. Ίσως
και ο ίδιος να μην ήξερε τον πραγματικό λόγο. Μιλώντας σε έναν άγγλο δικηγόρο
στην Ιθάκη, είπε ότι «το εγχείρημα του είχε περισσότερο τον χαρακτήρα μίας
θεωρητικής περιπέτειας υπέρ αυτού που ο ίδιος αντιλαμβανόταν ως μία ένδοξη
υπόθεση αρχή, παρά από θαυμασμό ή ενθουσιασμό για τη συγκεκριμένη περίπτωση.»
Δεν ήταν ο προορισμός. Ήταν το ταξίδι.
Ο Μπάιρον δεν εκτιμούσε τους Έλληνες, συχνά
δε, έδειχνε πώς εκτιμούσε περισσότερο τους Τούρκους. Στους Έλληνες απέδιδε
«αναξιότητα», «ψευτιά», «φαυλότητα»…
Η Μαίρη Σέλεϊ εμπνεύστηκε την ιστορία του
Φρανκεστάιν από τις συζητήσεις με τον Μπάιρον. Πρότυπο για τη δημιουργία ήρωα,
του Βίκτορ Φρανκεστάιν, του γιατρού που θέλει να νικήσει τον θάνατο, είναι ο
Προμηθέας. Ο Βίκτορ δεν τα κατάφερε. Ο Μπάιρον σκόπευε να πετύχει. Θα δοκίμαζε,
αν όχι να αναστήσει, να στήσει ένα ολόκληρο έθνος από την αρχή.
Και, να, λοιπόν, τον Ιούλιο του 1823 ο
Μπάιρον φεύγει από τη Γένοβα με προορισμό την Ελλάδα. Δεν ήρθε ως φιλέλληνας. Ο
Μπάιρον δεν εκτιμούσε τους Έλληνες, συχνά δε, έδειχνε πώς εκτιμούσε περισσότερο
τους Τούρκους. Στους Ελληνες απέδιδε, χωρίς περιστροφές, «αναξιότητα»,
«ψευτιά», «φαυλότητα». Και όπως λέει ο Μπίτον, «αν ζούσε σήμερα ο Μπάιρον θα
ήταν, ασφαλώς, μνημονιακός», δηλαδή θα επέμενε στην «παράδοση» της χώρας στην
Ευρώπη. Ο Κολοκοτρώνης, βέβαια, θα διαφωνούσε. Κάπως έτσι έγινε και τότε. Ο
Μπάιρον κρατούσε χρήμα. Το πρώτο δάνειο προς την Ελλάδα είναι από τον ίδιο.
Μετά ακολούθησε το αγγλικό δάνειο, χάρη, βέβαια, στη μεσολάβηση και στην
«εγγύηση» του Μπάιρον. Η παρουσία του Μπάιρον στην Ελλάδα δημιουργούσε αίσθηση
και κλίμα στην Ευρώπη. Προσέλκυε χιλιάδες ανθρώπους που πατούσαν τα ελληνικά
χώματα για να βρουν τον Μπάιρον, όχι τους οπλαρχηγούς. Με πολιτικό βραχίονα τον
Μαυροκορδάτο, ο Λόρδος, επιδίωκε τη δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους, χωρίς
ερείσματα διχόνοιας που έσπερνε σε άμαχος και ενόπλους η ολιγαρχία της εποχής.
Αν ο Μπάιρον ζούσε περισσότερο θα τους
κρατούσε από την τσέπη. Αρκούσε μία κουβέντα του για να κινητοποιηθεί ή να
συγκινηθεί η Ευρώπη. Θα ήταν πρέσβης του κράτους, αλλά, πιθανότατα θα ήθελε να
είναι και Κύριος, διεκδικώντας τον ρόλο του πατέρα ενός έθνους. Ο Μπάιρον ήθελε
να βάλει την ποίηση στην πολιτική και τον ρομαντισμό στην επανάσταση. Ο Οθωνας
μπορεί και να μην πατούσε ποτέ το πόδι του στην Ελλάδα που, σήμερα, θα ήταν μία
χώρα με ακόμα καλύτερες ιστορικές επιδόσεις. Και ίσως έξω από την παλιά Βουλή
να ήταν ο ανδριάντας του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Εντάξει, δεν αντιλέγω, οι
υποθέσεις δεν οδηγούν πουθενά. Δίνουν, όμως, πάντα, πολύτιμες συμβουλές για τον
δρόμο… (protagon)