Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

Άκου Ευρωπαίε! Σ’ αρέσει, δε σ’ αρέσει, εγώ είμαι η πυξίδα σου!

Γράφει ο Γιάννης Ριζόπουλος


Άκου Ευρωπαίε, γνωριζόμαστε από πολύ παλιά, από τότε που μωρό στα χέρια μου βύζαινες
Μπήκε στη μεγάλη αίθουσα, ξέροντας ότι η καταδίκη του ήταν προαποφασισμένη. Φαινόταν εξ άλλου στο βλοσυρό βλέμμα των δικαστών του...
Είχε λοιπόν δύο επιλογές Ή θα έπρεπε να δηλώσει ένοχος για να τον χώσουν ισόβια σε ένα μπουντρούμι ή θα επέμενε στις αιρετικές απόψεις του αντιμετωπίζοντας έναν αργό θάνατο.
Είχε να διαλέξει δηλαδή ανάμεσα στην οικονομική φυλακή και την οικονομική ασφυξία. Κι είναι αλήθεια πως όλοι περίμεναν την ομολογία που θα καθάριζε την ψυχή του αμαρτωλού: «Πιστεύω στην Ευρώπη πάση θυσία»!
Καλού κακού πάντως, σε μια γωνιά είχαν στηθεί ήδη ο δήμιος με τα σύνεργα του: Την δαμόκλειο σπάθη του ελέγχου των κεφαλαίων και την αγχόνη της χρεοκοπίας.
Γύρω του κρέμονταν αλυσίδες Ιστορίας… Ιερά Εξέταση, Ιερά Συμμαχία, Ιερά Ευρώπη του 21ου αιώνα.
Ο Έλληνας του χαμογέλασε, ψιθυρίζοντάς του «δεν θα σε απογοητεύσω» κι ύστερα στάθηκε μπροστά στην έδρα κι απευθύνθηκε στον Ευρωπαίο, τον Μεγάλο Δικαστή:
Άκου Ευρωπαίε
Γνωριζόμαστε από πολύ παλιά, από τότε που μωρό στα χέρια μου βύζαινες το πρώτο σου γάλα. Ξέρω ότι νοιώθεις άβολα με αυτό, τούτη τη στιγμή. Ίσως και να δυσανασχετείς επειδή εγώ σε βάφτισα. Μπορείς όμως να αλλάξεις το όνομα σου από Ευρωπαίος σε κάτι άλλο, αν αυτό σε ανακουφίζει.
Ωστόσο, στο όνομα αυτής της γνωριμίας, παίρνω το θάρρος -όχι να απολογηθώ για τα κρίματα που μου καταλογίζεις- μα να βάλω τα πράγματα στη θέση τους.
Άκου λοιπόν Ευρωπαίε
Με καταδιώκεις γιατί σε καταδιώκει η ανικανότητα σου να με φτάσεις.
Περηφανεύεσαι για τα μουσεία σου, που είναι γεμάτα με τα έργα μου. Για τους καλούς σου τρόπους, που όμως έμαθες από Βυζαντινή πριγκίπισσα.
Περηφανεύεσαι για τον Διαφωτισμό σου, που έκτισες πάνω στη δική μου κληρονομιά. Για τις Επιστήμες σου και την Δημοκρατία σου, για τον Αθλητισμό σου, που όλα τα πήρες από μένα και τα ξεπούλησες. Έκανες τον κότινο εμπορικό συμβόλαιο και τον Ιπποκράτη μεγαλομέτοχο φαρμακευτικών εταιρειών.
Μα δεν θα σου μιλήσω άλλο για το αρχαίο κλέος μου. Δεν είναι στις προθέσεις μου να σε φέρω σε δύσκολη θέση θυμίζοντας σου σε τι χάλι ήσουνα.
Θα το κάνω μιλώντας για την τωρινή σου ασημαντότητα
Δεν έχεις τίποτα δικό σου που να αξίζει Ευρωπαίε. Το ξέρεις. Ότι έχεις και αξίζει είναι κλεμμένο. Μέχρι και την διαφθορά μου αντέγραψες βρε αθεόφοβε και την έκανες επιστήμη!
Κι αυτό είναι το σύμπλεγμα σου, το παιδικό σου τραύμα που ποτέ δεν θεραπεύτηκε.
Η αλήθεια είναι ότι προσπάθησες πολύ γι’ αυτό, σαν παιδί που προσπαθεί να ξεπεράσει τους γονείς του. Μα τα έργα σου σε έφεραν σε ακόμη πιο δεινή θέση. Απέδειξες και συνεχίζεις να το κάνεις, ότι η ψυχή σου είναι πολύ ρηχή. Και το χειρότερο είναι ότι βάφτισες αυτήν την ρηχότητα, εξυπνάδα.
Όταν οι κύκλοι του ουρανού σε οδήγησαν σε νέους κόσμους, τυφλωμένος από την απληστία σου, έσφαξες κι αφάνισες για το χρυσό. Πρώτα τον γνήσιο κι ύστερα τον «μαύρο». Έφτιαξες και μεγάλες εταιρείες για να λυμαίνεσαι το βιός των ανθρώπων και να τροφοδοτείς τους πολέμους σου. Γι’ αυτό θα είσαι πάντα μισητός Ευρωπαίε, ακόμη και σε αυτούς που σου απλώνουν το χέρι για βοήθεια. Να σε δαγκώσουν θέλουν, μήπως και πάρουν πίσω λίγο από το αίμα τους.
Ο «ανθρωπισμός» σου είναι α λα καρτ.
Θυμάσαι τότε στην Σμύρνη, που τα καράβια σου χάζευαν την σφαγή των απελπισμένων;
Θυμάσαι την Κερύνεια και την Αμμόχωστο;
Θυμάσαι τις στρατιωτικές επεμβάσεις σου στις αποικίες σου;
Θυμάσαι τους πνιγμένους πρόσφυγες στις θάλασσες σου;
Και να ‘ταν μόνον αυτά…
Έκανες τα ανθρώπινα δικαιώματα λάστιχο για να δέσεις τις δεσμίδες των χρημάτων σου.
Έγινες μεγάλος και τρανός με το αίμα των σκλάβων και των λαών που εξόρισες από τις εστίες τους. Γέννησες τον Φασισμό και τον Ρατσισμό, που σήμερα αποκηρύσσεις στα λόγια, μα εφαρμόζεις στην πράξη, γιατί είναι βαθιά ριζωμένοι στην ψυχή σου. Βίασες, σκότωσες, πλάνεψες για να κυριαρχήσεις και -λυπάμαι που στο λέω- αλλά δεν βλέπω κανένα ίχνος μεταμέλειας. Μόνο κούφια λόγια ξέρεις να λες, αναμασώντας κατά το δοκούν τις αξίες που σου δίδαξα.
Φυσικά ολοφύρεσαι για την τρομοκρατία που ασκείται σε βάρος σου αλλά την ίδια στιγμή εσύ την ασκείς με μένος προς τους πολίτες σου.
Οι τράπεζες σου έπνιξαν την ανθρωπιά σου. Για μένα ξέρεις, την εποχή της δόξας μου οι τραπεζικές εργασίες ήταν μια απασχόληση που ταίριαζε μόνον σε δούλους. Είχα προφητεύσει βλέπεις την εξέλιξη σου, γιατί τι άλλο είσαι από δούλος της κατώτερης φύσης σου;
Σου έδειξα πολλές φορές τον τρόπο για να πετάξεις ψηλά, εκεί που δεν λερώνεσαι, σου έδωσα όραμα, σου έδειξα το φεγγάρι μα εσύ έβλεπες το δάκτυλο. Ότι κάνεις και τώρα δηλαδή… Αυτή είναι η αντίληψη σου κι όσα σχολεία κι αν χτίσεις φοβάμαι πώς τίποτα δεν θα αλλάξει. Έμαθες βέβαια να ξορκίζεις το χάος με νόμους και αυστηρούς κανόνες, μα ποτέ δεν θα μάθεις να δημιουργείς από το χάος. Να μια ακόμη ελληνική λέξη που σε κατατρέχει…
Λες ότι τα πόδια σου πατάνε στη γη, μα βρίσκεσαι πια σε κινούμενη άμμο. Βουλιάζεις στην σήψη σου.
Κι επειδή τελικά είσαι τόσο ασήμαντος και φτηνός θέλεις να με κρατήσεις και μένα χαμηλά. Με υποτιμάς και μου κουνάς συνέχεια το δάχτυλο Ευρωπαίε. Με αποκαλείς περιφρονητικά Βαλκάνιο, μα αυτήν την περιφρόνηση στην επιστρέφω. Θα σου πω μάλιστα ότι από αυτήν την δαφνοστεφανωμένη γωνιά εκπέμπει και σήμερα το φως της λύτρωσης σου αλλά δεν το βλέπεις γιατί είσαι τυφλός.
Δεν θέλω το κακό σου αλλά εσύ το επιζητάς.
Με τύλιξες σε ένα βαρύ χρέος για να με έχεις στο χέρι. Έβαλες λυτούς και δεμένους για να το πετύχεις, έξω από κάθε έννοια δικαίου. Πήγες μάλιστα να με πείσεις ότι εγώ είμαι ο αποκλειστικός υπεύθυνος γι’ αυτό, ενώ ξέρεις τις μεθοδεύσεις σου.
Κι ήρθες τώρα να με απειλήσεις με φτώχια κι εξαθλίωση γιατί είναι αυτά που εσύ φοβάσαι περισσότερο. Φοβάσαι μην ξαναγυρίσεις στην εποχή των σπηλαίων, όμως θα σου το πω, εκεί ανήκεις στην πραγματικότητα Ευρωπαίε. Οι παγετώνες σου δεν έλιωσαν ποτέ και η ψυχή σου παρέμεινε σκληρή, χωρίς αγάπη.
Όσο για μένα, πέθανα κι αναστήθηκα πολλές φορές κι άλλη μια δεν θα με χαλάσει. Από τα μέρη μου πέρασαν κατά καιρούς και τα δικά σου βαρβαρικά στίφη, μα τα χνάρια τους σβήστηκαν από το φως που πάντα θα λάμπει σε αυτόν τον τόπο.
Το έγραψε κι ο ποιητής: Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει…
Σε παρακολουθούσα όλα αυτά τα χρόνια Ευρωπαίε. Έκανες τα πάντα για να υπηρετήσεις το συμφέρον σου και τα άγρια ένστικτα σου.
Όλα τα μέτρησες με το χρυσό κι αυτό κάνεις μέχρι σήμερα γιατί είσαι σκλάβος της απληστίας σου. Με αυτήν γεννήθηκες και με αυτήν θα πεθάνεις. Με ένα ευρώ στο στόμα…
Κάποια στιγμή σου ζήτησα βοήθεια για να απελευθερωθώ από τον Τούρκο κι είναι αλήθεια ότι πολλά από τα παιδιά σου έδωσαν το αίμα τους για την δική μου πατρίδα. Μα κι αυτό το εκμεταλλεύτηκες. Έβαλες την σφραγίδα σου στην σύγχρονη Ελλάδα κι έφτιαξες ένα κράτος προτεκτοράτο, μια μπανανία των συμφερόντων σου. Έστειλες και δικούς σου για να κυβερνήσουν, βασιλιάδες και πολιτικάντηδες, με έβαλες να σκοτώνομαι με τον αδελφό μου, με εξαγόρασες, με εξευτέλισες μα τι κατάφερες; Απλά καθυστέρησες το πλήρωμα του χρόνου.
Και τώρα που οι πλανήτες ευθυγραμμίστηκαν με την ελευθερία μου και βλέπεις ότι οι ραγιάδες σήκωσαν πάλι κεφάλι, αγριεύεις σαν Σουλτάνος του παλιού καιρού.
Αφού δεν έγινα γενίτσαρος ή κοτζαμπάσης θέλεις να τιμωρηθώ παραδειγματικά για την ανυπακοή μου. Θέλεις να μου πάρεις το κεφάλι, να με σουβλίσεις και να έρθεις μετά να κλάψεις υποκριτικά πάνω στο μνήμα μου, ως «πολιτισμένος» Ευρωπαίος.
Ευχαριστώ αλλά δεν θα πάρω!
Κι άκου Ευρωπαίε τούτο το τελευταίο: Σου αρέσει-δεν σου αρέσει, η Ελλάδα είναι η πυξίδα σου. Μπορείς να την αγνοήσεις, να την υποτιμήσεις κι ακόμη να την μαστιγώσεις αλλά αν την χάσεις χάθηκες… Α, και βάλε το χρέος μου εκεί που ξέρεις!
Και με αυτά τα λόγια, υποκλινόμενος ελαφρά, στράφηκε προς την έξοδο.
Συλλάβετε αυτόν τον αχρείο ούρλιαξε ο Ευρωπαίος. Βασανίστε τον μέχρι να πεθάνει!
Μα την ίδια στιγμή μια γυναίκα βγαλμένη από πίνακα του Ντελακρουά εισέβαλε στην αίθουσα διασπώντας τον κλοιό των φρουρών, που χτύπαγαν και ξαναχτύπαγαν, εις μάτην. Γιατί η Ελευθερία φορούσε άτρωτη πανοπλία φτιαγμένη από τον πόνο και τα δάκρυα των αδικημένων. Ήταν καιρός τώρα που περίμενε την ευκαιρία της, μια αφορμή, ένα νεύμα για να ζητήσει το δίκιο της και τούτος ο Έλληνας τα είχε καταφέρει μια χαρά να την ξεσηκώσει.

Ήταν πια θέμα χρόνου να φτάσει στην έδρα, μόνο που αυτήν την φορά δεν κρατούσε κομφετί αλλά την πύρινη ρομφαία της κάθαρσης… (anapnoes)