Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

Ο θεραπευτής των ψυχών…



Εδώ, όλοι ζούμε τη στιγμή, με ηρεμία και ψυχική γαλήνη. Άκουσε με και δεν θα χάσεις», είπε κουνώντας με νόημα το κεφάλι του, αναγκάζοντας με να σηκωθώ όρθιος, να τραβήξω δυο γρήγορες ρουφηξιές στο πούρο και να κάνω μερικά βήματα μακριά από το κιόσκι...


«Ποτέ μην απομακρύνεσαι από τον συνομιλητή σου, γιατί έστω και η σιωπή του, μπορεί να είναι η απάντηση που περιμένεις ν’ ακούσεις. Κάθισε. Έχουμε πολλά να πούμε», μου είπε, για να γυρίσει προς το μέρος της Βαλίνας και να της ζητήσει να μας φέρει τσίπουρο και μεζέ.
Κάθισα στην καρέκλα μου, ήπια τον υπόλοιπο καφέ μου καπνίζοντας το πούρο και παράλληλα προσπαθούσα να καταλάβω τι «ήταν» αυτός ο άνθρωπος.
Στις σκέψεις μου έβαλε τέλος η παρουσία της Βαλίνας, που αφού μας σέρβιρε τσίπουρο και άφησε πάνω στο τραπέζι τους μεζέδες, κάθισε δίπλα στο Dr, δίνοντάς του πρώτα, ένα τρυφερό φιλί στο στόμα.
Απέφυγα να το σχολιάσω, ήταν τριάντα ετών σαν τα κρύα τα νερά μ’ ένα σώμα θεϊκό και ένα πρόσωπο σκέτη γλύκα, με το φόβο μήπως ο παππούς μου πει την τελευταία, πρώτη.
«Γι’ αυτό δεν με παίρνει ο Άγιος Πέτρος κοντά του. Του αρέσει να με βλέπει ν’ απολαμβάνω τους χυμούς της, την ίδια ώρα που κάποιοι άλλοι στην ηλικία μου, έχουν κολλημένη στη μούρη τους μια μάσκα οξυγόνου».
Ε, ακούγοντας και αυτό, απαγόρευσα στον εαυτό μου να κάνει την παραμικρή σκέψη. Ο άνθρωπος διάβαζε βουλωμένο γράμμα και παράλληλα σου έβγαζε ακτινογραφία σε ό,τι εσύ θεωρούσες ασήμαντο.
«Δωρόθεε ηρέμησε. Δεν υπάρχει λόγος να είσαι τόσο πολύ επιφυλακτικός απέναντί μου. Ένας απλός άνθρωπος είμαι. Δεν είμαι εξωγήινος», μου είπε προσπαθώντας να μου αποβάλει το υπερβολικό άγχος που είχα.
«Όχι, δεν…», ψιθύρισα, πιστεύοντας ότι κάτι θα έσωζα από την απογοητευτική εμφάνισή, αλλά μάταια.
«Ξέρω το λόγο που σε έκανε να έρθεις μέχρι εδώ, γνωρίζοντας έστω και λίγο με τι κουμάσι έχεις να κάνεις. Πίστεψέ με, απέναντι σου δεν έχεις έναν άγιο. Μπορεί όλοι να με αποκαλούν Δόκτωρ και θεραπευτή των ψυχών τους, στην ουσία όμως, δεν είμαι τίποτα άλλο από ένα μούλικο που έκανε επιστήμη την πουτανιά της μάνας του.
Γι’ αυτό σου λέω, άσε τον καπνό του πούρου να σου κάψει τα σωθικά και απόλαυσε αυτή τη συνάντηση, θεωρώντας τον εαυτό σου ένα απλό γρανάζι της μηχανής του χρόνου, χωρίς τα δήθεν και τα πρέπει που σου επιβάλει η δημοσιογραφική σου δεοντολογία.
Είμαι έτοιμος να σου ξεβρακωθώ, αρκεί εσύ να μου δείξεις πόσο έτοιμος είσαι να μπεις στη διαδικασία της ψυχικής και σωματικής διαστροφής. Αν θέλεις, η Βαλίνα είναι έτοιμη να σε προετοιμάσει σωματικά. Δεν είναι κτήμα μου. Αντικείμενο της ηδονής μου είναι», αναφώνησε καθώς σηκώθηκε από την καρέκλα του, και με τη βοήθεια της κοπέλας, κατευθύνθηκε προς το σπίτι.
«Θα γυρίσω» είπε και κλείνοντάς μου το μάτι, με το δείκτη του αριστερού χεριού του, μου έδειξε τα πούρα και το τσίπουρο.
(απόσπασμα από το βιβλίο «ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΠΙΣΤΙΑΣ» του Παύλου Ανδριά, που  κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΙΑΜΒΟΣ, Χ. Τρικούπη 31, τηλ. 210-3300443)