Με
τυμπανοκρουσίες έγινε δεκτή από τα ΜΜΕ η πρόταση του Μιχάλη Σάλλα και της
τράπεζας Πειραιώς για την ταυτόχρονη εξαγορά...
«Επιτέλους
αρχίζει η ανάκαμψη», «Η τράπεζα Πειραιώς αλλάζει το κλίμα…», πανηγύριζαν οι
δημοσιογράφοι με εξαίρεση τον «Σκάι» και την Καθημερινή (θα δούμε παρακάτω πως
εξηγείται η στάση τους).
Γιατί
άραγε αυτή η πρεμούρα από τους εκπροσώπους της αστικής τάξης στα μέσα
ενημέρωσης;
Ας
κάνουμε μια προσπάθεια να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ποιος είναι ο Μ. Σάλλας;
Είναι
γνωστές οι σχέσεις του Σάλλα με το ΠΑΣΟΚ και το πόσο παλιά ξεκινά αυτή η σχέση,
αλλά ας τα επαναφέρουμε λίγο στην μνήμη μας.
Ο
Μ. Σάλλας γεννήθηκε το 1950 στο Ηράκλειο και σπούδασε οικονομικά, φυλακίστηκε
για την αντιδικτατορική του δράση, ήταν ένας από τους συνιδρυτές του ΠΑΣΟΚ, που
υπέγραφαν την διακήρυξη της 3ηςΣεπτέμβρη και ένας από τους 149
προσκεκλημένους στην παρουσίασή της από τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Τη
δεκαετία του ’80 διετέλεσε οικονομικός σύμβουλος του Ανδρέα και γενικός
γραμματέας του υπουργείου Εμπορίου , Διοικητής της Ε.Τ.Β.Α, πρόεδρος της επιτροπής
του Χρηματιστηρίου…
Το
1989 αποχωρεί από το δημόσιο και ιδρύει την «Ιδιωτική Επενδυτική» μπαίνοντας
επικεφαλής ομάδας επιχειρηματιών. Η ίδια σχεδόν ομάδα πλαισιωμένη από τους
Μπήτρο, Ηλιάδη, Δασκαλαντωνάκη (ξενοδοχειακός όμιλος), Βασιλάκη (Aegean), Φουρλή
(Ikea, Intersport), Δασκαλόπουλο (Πρόεδρος ΣΕΒ), τον Δεκέμβρη του 1991
εκμεταλλεύονται τις αποκρατικοποιήσεις και αγοράζουν την τράπεζα Πειραιώς από
την Εμπορική τράπεζα. Το 1997 στην ομάδα μπαίνει και ο Κων. Αγγελόπουλος
(Χαλυβουργική…), ενώ το 1998 με την απορρόφηση της τράπεζας Κύπρου συμμετέχει
κι ο όμιλος Βαρδινογιάννη.
Την
περίοδο Σημίτη του χαρίζεται κυριολεκτικά η τράπεζα Μακεδονίας – Θράκης και ο
ίδιος στηρίζει την κυβέρνηση και δηλώνει το 2000, λίγο πρίν το κραχ του
χρηματιστηρίου και όταν αυτό βρισκόταν στις 4.500 μονάδες, ότι το χρηματιστήριο
θα φτάσει τις 7.000 μονάδες. Το ΠΑΣΟΚ μόλις κέρδισε το 2000, του ανταπέδωσε εν
μέρει την χάρη δίνοντάς του την ΕΤΒΑ και ενισχύοντας έτσι τη θέση του στα
δάνεια μεγάλων επιχειρήσεων.
Τράπεζα Πειραιώς και ΜΜΕ
Εδώ
και αρκετά χρόνια η Πειραιώς κι ο Σάλλας φροντίζουν για τις καλές σχέσεις τους
με τα μέσα ενημέρωσης. Βέβαια πρώτα και κύρια η σχέση αυτή στηρίζεται στις
σχέσεις της τράπεζας με τους επιχειρηματικούς κύκλους που δραστηριοποιούνται
στον χώρο των ΜΜΕ, όμως δεν μένει μόνο εκεί, αλλά και σαν απόρροια αυτών των
σχέσεων, επεκτείνεται ακόμα παραπέρα.
Η
τράπεζα Πειραιώς είναι από τους μεγαλύτερους πελάτες των ΜΜΕ και μάλιστα στις
εφημερίδες που δείχνει να έχει και τη μεγαλύτερη συμπάθεια είναι από τους μεγαλύτερους
πελάτες τους μετά από ΟΠΑΠ, κινητή τηλεφωνία. Άλλωστε η Πειραιώς είναι αυτή που
χορήγησε προ μηνών στην Ελευθεροτυπία ομολογιακό δάνειο 25 εκατομμυρίων ευρώ
δίνοντάς της παράταση ζωής (είναι άλλωστε γνωστές οι από παλιά καλές σχέσεις
της εφημερίδας με τον όμιλο Βαρδινογιάννη), καθώς και το δάνειο προς τους
Αναστασιάδη-Καραμήτσο για την επαναγορά του «Πρώτου Θέματος» από τον Μπόμπολα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανεξάρτητης φωνής που έχουν οι εφημερίδες είναι
το φύλλο της Ελευθεροτυπίας της 18/7, μεθεπομένη της πρότασης Σάλλα, όπου σε
όλη την εφημερίδα δεν θα βρεί κανείς παρά μόνο ρεπορταζιακού χαρακτήρα αναφορές
στην πρόταση Σάλλα για την εξαγορά ΑΤΕ & ΤΤ και ούτε σκέψη για αναφορά στο
σκανδαλώδες αυτής της πρότασης. Όμως στην τρίτη σελίδα υπάρχει ολοσέλιδη
διαφήμιση της τράπεζας Πειραιώς (και στην πέμπτη σελίδα του Τ.Τ.). Ποιό έντυπο
ή ποιός επιχειρηματίας θα έλεγε κακό λόγο για τους πελάτες του;
Οι
καλές σχέσεις όμως της τράπεζας δεν μένουν μόνο στο επίπεδο των εκδοτών αλλά
επεκτείνονται και σε επίπεδο δημοσιογράφων με χαρακτηριστικό και πρόσφατο
παράδειγμα το «δωράκι» της τράπεζας προς δημοσιογράφους και εκδότες (προς το
παρών έχει γίνει γνωστό το όνομα του Αντώνη Δελλατόλα εκδότη της εφημερίδας «Το
Ποντίκι»). Δωρεάν ταξίδι στην Ν. Αφρική για να παρακολουθήσουν τους αγώνες της
εθνικής στο Μουντιάλ.
Τέλος
δεν είναι τυχαίο ότι η τράπεζα Πειραιώς είναι από τους βασικούς δανειστές των
δύο μεγάλων κομμάτων.
Η πρόταση της Πειραιώς
Η
πρόταση εξαγοράς της ΑΤΕ και του ΤΤ που κατέθεσε η τράπεζα Πειραιώς έχει απ’
ότι φαίνεται μέχρι στιγμής αρκετές πλευρές και δεν είναι μια απλή
επιχειρηματική κίνηση εξαγοράς.
Το
πρώτο πράγμα που θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας είναι η ίδια η οικονομική
κατάσταση της τράπεζας Πειραιώς μέσα στην οικονομική κρίση και τις επιπτώσεις
που έχει αυτή στην τραπεζική αγορά και ειδικότερα στην ακόμα πιο δύσκολη
ελληνική οικονομική πραγματικότητα.
Στους
τραπεζικούς κύκλους κυκλοφορούσε η άποψη ότι η Πειραιώς ήταν από τους αδύναμους
κρίκους και αργά ή γρήγορα θα αποτελούσε στόχο επιθετικής εξαγοράς ή θα
αναγκαζόταν να καταφύγει σε ακόμα μεγαλύτερη κρατική βοήθεια και πιθανή
απορρόφηση της.
Δεν
είναι τυχαίο άλλωστε ότι την επομένη της πρότασης για την εξαγορά ο οίκος
αξιολόγησης Standard & Poor’s «έθεσε την αξιολόγηση της πιστοληπτικής
ικανότητας της Τράπεζας Πειραιώς υπό παρακολούθηση για πιθανή υποβάθμιση»
συμπληρώνοντας ότι η απόκτηση ποσοστών ελέγχου στο ΤΤ και την ATEbank από την
Πειραιώς και η συγχώνευσή τους θα αποδυνάμωνε το οικονομικό προφίλ της
Πειραιώς.
Από
τον Φεβρουάριο του 2009 που έχει τεθεί σε ισχύ το πρόγραμμα για την σωτηρία των
ελληνικών τραπεζών με λεφτά του δημοσίου (τα περίφημα 28 δισεκατομμύρια), η
Πειραιώς έχει πάρει μέχρι σήμερα κρατική ενίσχυση περίπου 6,2 δισεκατομμυρίων
ευρώ. Λέγετε μάλιστα ότι αναγκάστηκε να καταφύγει στην διατραπεζική για
εξοικονόμηση ρευστότητας και πήρε 200 εκατομμύρια από την ΑΤΕ ενώ έχει και ένα
δάνειο από το ΤΤ ύψους 350 εκατομμυρίων ευρώ.
Γεννιέται
λοιπόν το ερώτημα, μα είναι δυνατόν η Πειραιώς να αγοράσει τις δύο τράπεζες με
τα δικά τους χρήματα; Το λογικό δεν θα ήταν ότι αυτές (ΑΤΕ, ΤΤ) θα έπρεπε να
κάνουν πρόταση εξαγοράς της Πειραιώς;
Το
δεύτερο έχει να κάνει με την απόφαση της κυβέρνησης αλλά και την επιθυμία της
τρόικας να προχωρήσουν το συντομότερο δυνατόν οι συνενώσεις και εξαγορές στον
τραπεζικό τομέα προκειμένου να φτάσουμε στην δημιουργία 2 με 3 ισχυρών
τραπεζικών ομίλων που θα έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα να ανταπεξέλθουν στις
δυσκολίες των επόμενων φάσεων της κρίσης και του επερχόμενου ντόμινο χρεοκοπιών
και που θα μπορούν να επιβιώσουν, όπως εύχονται, στην σχεδιαζόμενη
επαναδιαπραγμάτευση -«κούρεμα» του δημόσιου χρέους.
Σε τι αποσκοπούσε λοιπόν η πρόταση του Σάλλα;
Κατ’
αρχάς είναι απ’ ότι φαίνεται πολύ δύσκολο να γίνει αποδεκτή η πρόταση, να
αγοράσει δηλαδή η Πειραιώς τις δύο τράπεζες με τα χρήματα του δημοσίου, παρ’
όλη τη στήριξη που έχει από μια μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ. Άλλωστε και το τίμημα
που πρότεινε είναι εξευτελιστικό.
Να
θυμηθούμε ότι «το 2006 η τότε κυβέρνηση είχε εισπράξει περίπου 328 εκατομμύρια
ευρώ για την πώληση του 7,18% των μετοχών της Αγροτικής και σήμερα η Πειραιώς
προσφέρει 370 εκατομμύρια ευρώ για την απόκτηση του 77,3% των μετοχών της ίδιας
τράπεζας!»
Θα
ήταν σκάνδαλο πρώτου μεγέθους. Ο Παναγιωτακόπουλος, μέλος του Εθνικού
Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ δήλωσε σχετικά : «Η
κατάσταση αρχίζει να ξεφεύγει τόσο, που κινδυνεύουμε να μπούμε στην ουρά του
Ειδικού Δικαστηρίου. [...] Δυστυχώς
αυτή τη φορά δεν θα είναι σκευωρία»
Ο
Σάλλας λοιπόν λειτούργησε σαν «λαγός» για την κυβέρνηση (άλλωστε η κυβέρνηση
και το οικονομικό επιτελείο ήταν πλήρως ενημερωμένοι για την κίνηση, εάν δεν
έγινε κάτω από την καθοδήγησή τους).
Έθεσε
όχι μόνο το θέμα των συνενώσεων αλλά κυρίως της ιδιωτικοποίησης των δύο
κρατικών τραπεζών. Το ΤΤ, με την μεγάλη κεφαλαιακή επάρκεια (πρώτο άλλωστε στα
stress test), είναι για τους τραπεζίτες το μεγάλο φιλέτο.
Βάζοντας
ο Σάλλας και την ΑΤΕ στην πρότασή του προσπαθεί από την μια να μειώσει την
αντίδραση των υπόλοιπων τραπεζιτών (η πώληση του ΤΤ δεν θα περάσει τόσο εύκολα,
τουλάχιστον από την μεριά των Εθνική και Eurobank που έχουν και μετοχική
συμμετοχή από 6%) αλλά και να διευκολύνει την κυβέρνηση σε μια πιθανή πώληση
μόνο του Τ.Τ. να παρουσιάσει σαν επιτυχία της, την μη πώληση της ΑΤΕ (δεν
πουλήσαμε την τράπεζα των αγροτών, που κατέχει το 40% της αγροτικής γής)
Από
την άλλη οριοθέτησε χαμηλά την οικονομική αποτίμηση της εξαγοράς, ώστε να
μπορεί να παρουσιαστεί σαν επιτυχία μια κάπως υψηλότερη τιμή.
Η Αστική τάξη βγάζει τα μαχαίρια
Το
σίγουρο είναι ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου οι ενδοκαπιταλιστικές συγκρούσεις
και όχι μόνο στον τραπεζικό τομέα, θα είναι εντονότατες. Απ’ ότι φαίνεται τώρα
τοποθετούνται τα πιόνια στην σκακιέρα και η μάχη θα αρχίσει πολύ σύντομα και θα
είναι άγρια.
Δεν
είναι καθόλου τυχαίες άλλωστε και μια σειρά εξελίξεις των τελευταίων ημερών, σε
όλα τα επίπεδα, γιατί σ’ αυτή τη μάχη θα αξιοποιηθούν όλες οι δυνάμεις
(οικονομικές, πολιτικές, επικοινωνιακές…)
Κάτω
απ’ αυτό το πρίσμα πρέπει να δούμε:
Τις
αντιδράσεις ενός μέρους των πολιτικών (Β. Παπανδρέου, Κατσέλη,
Παναγιωτακόπουλος…), για την πρόταση της Πειραιώς και του Σάλλα.
Τη
στάση του Σκάι και της Καθημερινής απέναντι στον Σάλλα, με τον πόλεμο που
φαίνεται ότι έχει ανοίξει μεταξύ Αλαφούζου και Βαρδινογιάννη. Δεν είναι καθόλου
συγκυρία ο παραγκωνισμός και το «κάψιμο» του Βγενόπουλου, η αλλαγή «εργοδότη»
για τον Κωνσταντόπουλο, που από νομικός σύμβουλος του Αλαφούζου βρέθηκε στη
δούλεψη της οικογένειας Βαρδινογιάννη, το άρθρο του Α. Δελλατόλα (αυτός με το
ταξίδι που λέγαμε) εναντίον του Αλαφούζου που ανέβηκε για μια μέρα στο site του
Ποντικιού και κατέβηκε άρον-άρον…
Το
μεγάλο πρόβλημα όμως δεν είναι ποιά είναι τα σχέδια της αστικής τάξης αλλά ποιά
είναι η αντίδραση και οι θέσεις του εργατικού κινήματος, απέναντι σ’ αυτά τα
σχέδια.
Η
ξεπουλημένη ηγεσία της ΓΣΣΕ το μόνο που βρήκε να πεί για το ξεπούλημα των ΑΤΕ
και ΤΤ ήταν κάτι μισόλογα για «δημόσιους τραπεζικούς πυλώνες και διασφάλιση του
δημόσιου συμφέροντος».
Από
την άλλη τα σωματεία των εργαζομένων στις δύο τράπεζες αντιδρούν στην πώληση
μέσα από μια συντεχνιακή λογική, διασφάλισης των δικών μας κεκτημένων, χωρίς να
θέτουν την λογική της ανατροπής συνολικά αυτής της πολιτικής που ουσιαστικά
επιβάλει το ξεπούλημα των κρατικών τραπεζών και όχι μόνο.
Άραγε
μπορούμε να μιλάμε γενικά και αόριστα για «κρατικές τράπεζες που θα στηρίζουν
την οικονομική ανάπτυξη», λες και το κράτος και η κυβέρνηση λειτουργούν αταξικά
για το καλό όλης της κοινωνίας;
Ποιά
οικονομική πολιτική θα στηρίζουν αυτές οι τράπεζες; Υπέρ ποιανού θα
αναδιανέμουν τον πλούτο;
Το
ζήτημα δεν είναι μόνο τα εργαλεία που έχει η εκάστοτε κυβέρνηση για την άσκηση
της οικονομικής της πολιτικής, αλλά η ταξική επιλογή αυτής της πολιτικής.
Το
αίτημα για το μη ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας δεν λέει τίποτα απο μόνο
του, αν δεν συνοδεύεται από τα αιτήματα για το σπάσιμο της πολιτικής του
Μνημονίου, την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, την διαφάνεια και τον πραγματικό
εργατικό έλεγχο στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές… (aformi)
Ελεύθερο
ρεπορτάζ