«Γεια
σου τσολιά μου…»
Έτσι
ακριβώς μου αποκάλεσε το μνημόνιο ένας «παππούς» προχθές σ’ ένα καφενείο στη
Ραφήνα, προκαλώντας με να το συζητήσω μαζί του!
«Ναι
γιε μου. Μια απάτη είναι όλο αυτό το πανηγύρι, ένας νεκρός που έχει βρωμίσει
και κανείς δε λέει να πάει να τον θάψει».
«Και
τι κάνουμε; Περιμένουμε να σηκωθεί και να πάει μόνος του»; τον ρώτησα θέλοντας
να αστειευτώ, γνωρίζοντας ότι με αυτό, θα έπαιρνα περισσότερα πράγματα!
«Αυτοί
που τον έφαγαν, στην ουσία αυτό περιμένουν. Τόσα χρόνια στο δημόσιο ένα πράγμα
έμαθα. Μην κάνεις αυτό που μπορούν να κάνουν οι άλλοι, με μηδέν κόστος και
προσωπική χασούρα».
«Δηλαδή»;
«Τι
έκαναν οι πολιτικοί μας. Έβαλαν την υπογραφή τους σε κάτι που τους απαλλάσσει
από ευθύνες και καθημερινές εξηγήσεις. Παρέδωσαν τη χώρα με μηδέν προσωπικό
κόστος, δεν μπήκε κανένας φυλακή απ ‘ ότι ξέρω, αλλά και με μηδέν κοινωνική
κατακραυγή. Τη Βουλή βρίζουμε και όχι έναν – έναν. Έτσι δεν είναι»;
Τι
να του πω, όχι; Δίκιο είχε και για να μη του κόψω τη ροή της σκέψης του,
κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και τον
άφησα να συνεχίσει…
«Και
πάμε στην Τρόικα και τη Μέρκελ! Τι έκαναν αυτοί; Έβγαλαν μια σειρά αποφάσεων,
υποσχέθηκαν θέσεις βιτρίνα στους πολιτικούς αρχηγούς της πατρίδας μας και με
την απειλή- φούσκα της πτώχευσης προς
τον αδαή Έλληνα πολίτη, πλουτίζουν εις βάρος μας. Αυτοί είμαστε. Ένα μπουλούκι
από μοιρολογίστρες που κλαίμε… κάτι φλου»!
«Ναι,
αλλά η κρίση υπάρχει, πρόσθεσα»!
«Ε
και! Αυτή από μόνη της ως λέξη, δε λέει τίποτα. Για ν’ αποκτήσει δύναμη πρέπει
να την παντρέψεις με κάτι, που αυτό δεν είναι άλλο, από το χρήμα. Αυτό κλαίμε
τώρα, το χρήμα που χάσαμε. Γι’ αυτό κάνουμε μνημόσυνο κάθε λίγο και λιγάκι, για
να θυμόμαστε τα «ψεύτικα τα χρόνια» και να κλαίμε τα «πένθιμα» που έρχονται…»
«Και
μετά»;
«Μετά,
όλα θα ξεχαστούν! Και για να δεις ότι αυτό που σου λέω δε χωράει αμφισβήτηση,
κοίτα να δεις τι θα βγάλει η κάλπη της «ντροπής». Εκτός
κι αν…»
Το τσαρούχι