Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011

Φάε ψωμί να στυλωθείς…

Σε περιοχές που αναπτύχθηκαν μερικοί από τους πρώτους πολιτισμούς, ανακαλύφθηκαν μυλόπετρες ηλικίας 11.000 χρόνων.
Γεγονός που αποδεικνύει ότι το ψωμί στη διατροφή του ανθρώπου υπήρξε θεμελιώδης. Το ψωμί  ύφαινε τον οργανισμό, όπως το φαντάστηκαν οι μανάδες, προφανώς με τον καημό της συντήρησης και της ανάπτυξης των παιδιών τους, γιαυτό κι έλεγαν «ούλα τα φάδια της κοιλιάς και το ψωμί στημόνι», δηλαδή όλες οι άλλες τροφές είναι δευτερεύουσες, το ψωμί είναι η βασική τροφή.
Κάποτε επίσης έλεγαν, «πάμε αν φάμε ψωμί», ή «τους βρήκα ψωμί» κι εννοούσαν το φαγητό, το γεύμα τους. Επίσης έλεγαν «δούλεψε ψίχουλα», δηλαδή χωρίς φαγητό, χωρίς αποζημίωση, χωρίς αμοιβήου ήταν κατά κανόνα η παροχή γεύματος).
Ακόμα «ψουμουτόπια», έλεγαν τα πλούσια, παραγωγικά εύφορα μέρη. «Ψωμοπάτης», λεγόταν εκείνος που δεν κρατούσε τους όρκους φιλίας και φιλοξενίας.
Το ιερό ψωμί μπήκε και στους όρκους, «μα το ψωμί», «μα το ψωμί και τ  αλάτι».
Τον τελετουργικό άρτο,  τον συναντάμε στη  λατρεία και στο γάμο, είναι οριακές στιγμές ιεροποίησης του στοιχείου εκείνου της διατροφής, που θεωρείτε θεμέλιό της.
Στο πέρασμα των χρόνων έχουν μείνει οι παρακάτω εκφράσεις για το ψωμί:
«Βγάζω ή κερδίζω το ψωμί μου»: Εξασφαλίζω τα αναγκαία για να ζήσω.
«Έχει ψωμί ή φαΐ αυτή η δουλειά»: Αποφέρει πολλά κέρδη αυτή η δουλειά.
«Φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι»: Ζήσαμε μαζί και συνδεθήκαμε.
«Έχω να φάω πολλά καρβέλια ακόμη»: Θα περιμένω ακόμη πολύ, έχω πολλά χρόνια ζωής μπροστά μου, χρειάζεται ακόμη χρόνος και προσπάθεια, για να αποκτήσω την αναγκαία πείρα σε κάτι.
«Έχω πολύ ψωμί (ακόμα)»: Υπάρχει πολύς χρόνος ακόμη, για να τελειώσει ή να ολοκληρωθεί κάτι.
«Δεν έχω ψωμί να φάω»: Πεθαίνω της πείνας
«Για ένα κομμάτι ψωμί»: Έναντι ευτελούς αμοιβής, με ελάχιστα χρήματα.
«Και ξερό ψωμί»: Για να δείξουμε ότι θέλουμε ή υποστηρίζουμε κάτι φανατικά, αυτό και μόνο αυτό και τίποτε άλλο.


(Λέω) «Το ψωμί ψωμάκι»: Λιμοκτονώ, δεν έχω να φάω.

«Είναι μετρημένα ή είναι λίγα ή (τα) έφαγε ή τέλειωσαν τα ψωμιά του»: Βρίσκεται πια στα τελευταία του, σύντομα πεθαίνει.
«Τρώω ψωμί (από κάποιον)»: Με τρέφει, μου παρέχει εργασία (κάποιος)
«Τρώω γλυκό ψωμί»: Ζω με άνεση, είμαι ευχαριστημένος από τον τρόπο που βγάζω το ψωμί μου.
«Τρώω πικρό ψωμί»: Ζω με δυσκολία, είμαι δυσαρεστημένος από τον τρόπο που βγάζω το ψωμί μου.  
«Ψωμί δεν είχαμε τυρί μας ήρθε»: για απρόσμενη βοήθεια
«Ψωμοζήτης»: είναι κάποιος που ζητιανεύει
«Εγώ ειμί ο άρτος της ζωής»: Από τη Βίβλο
«Εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα πίτα σέρνει»: Όταν κάποιοι δεν έχουν τα στοιχειώδη και άλλοι έχουν περισσευούμενα
«Η βιάση ψήνει το ψωμί, μα δεν το καλοψήνει»: Όταν κάνεις κάτι με βιασύνη, πιθανόν να κάνεις λάθος
«Νηστεύει ο δούλος του Θεού, γιατί ψωμί δεν έχει»: λέγεται ωε δικαιολογία σε περιπτώσεις αδυναμίας οικονομικής
«Όταν κοιμάται ο γιόκας μου ψωμί δε μας γυρεύει»: αποφυγή δύσκολων καταστάσεων
«Ψωμί δεν έχουμε, ραπανάκια για την όρεξη»: δεν έχουμε τα βασικά και ζητάμε τα μη απαραίτητα.

Η μουσίτσα