Ένας από τους ωραιότερους Αθηναίους “τύπους”
της δεκαετίας...
του 1870 υπήρξε ο μπαρμπα-Γιάννης Κανατάς: κατά τις εργάσιμες
ημέρες , ξυπόλητος και ρακένδυτος, πουλούσε κανάτια πάνω στο γαϊδουράκι του.
Η
Aθήνα του 1860 δεν ήταν όπως οι άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Οι
υποδομές ήταν ελάχιστες και οι καθημερινές ελλείψεις καλύπτονταν από τα
επαγγέλματα της εποχής τα οποία στην πορεία του χρόνου εξαφανίστηκαν.
Την καθημερινή ανάγκη των πολιτών για νερό κάλυπταν οι αποκαλούμενοι
νερουλάδες και οι κανατάδες που κυκλοφορούσαν στους δρόμους και είχαν έντονη
παρουσία. Ο πιο γνωστός μικροπωλητής της εποχής ήταν ο μπάρμπα-Γιάννης ο
κανατάς, που κυριάρχησε στη ζωή των Αθηναίων για μια εικοσαετία….
Στον «ΤΡΕΛΑΝΤΩΝΗ» περιγράφεται ως: «…Ένας άντρας ψηλός, με φαρδιά ξανθά μουστάκια,
γέμισε με το μεγάλο μπόι του την πόρτα. Ήταν φτωχοντυμένος και ξυπόλυτος και
στο κεφάλι φορούσε ένα παλιωμένο πλατύγυρο καπέλο. Στα μαλλιά και στα μουστάκια
πολλές άσπρες τρίχες γυάλιζαν, μα ήταν ήρεμο το πρόσωπο του και είχε αρχοντιά η
στάση του, καθώς στηρίζουνταν στη μαγκούρα του…» Κατοικούσε στην Πλάκα
(συνοικία Σκαγιάννη), στην οδό Υπερείδου. Στην αυλή είχε στάβλο, όπου άφηνε τον
ξανθοκόκκινο γάιδαρό του. Εκεί στην αυλή τοποθετούσε επίσης, τα κανάτια του.
Τις
Κυριακές όμως ντύνονταν καλά, με ψηλό καπέλο, μπαστουνάκι με λαβή ασημένια και
πήγαινε όπου μόνο πλούσιοι σύχναζαν. Έλεγαν πως με τα κανάτια είχε κάνει λεφτά.
Υπάρχει όμως και άλλη εκδοχή που θα δούμε παρακάτω. Η στρατιωτική ορχήστρα που
έπαιζε, τις αργίες, διάφορα κομμάτια στο Σύνταγμα, μόλις εμφανιζόταν ο
μπάρμπα-Γιάννης Κανατάς σταματούσε και άρχιζε να παίζει το δικό του γνωστό
τραγούδι. Οι γυναίκες επιδίωκαν την προσοχή του, οι άντρες τον χαιρετούσαν
φιλικά, τα παιδιά πηδούσαν γύρω του. Αυτός, ατάραχος: ψηλός, λεβέντης, με ωραία
χαρακτηριστικά και καλούς τρόπους, απόφευγε τις πολλές διαχύσεις. Ούτε έδινε
αφορμή σε σκάνδαλα και κουτσομπολιά: Λέγανε πως διατηρούσε σχέσεις με διάφορες
δεσποινίδες και κυρίες αλλά δεν εξέθεσε καμία.
Ο
Βασιλιάς Γεώργιος εκνευρίζονταν όμως από την «ανάκρουση» του τραγουδιού του
μόλις εμφανίζονταν ο μπάρμπα-Γιάννης, γιατί αυτό ήταν βασιλικό προνόμιο. Δεν
ήθελε όμως να διακινδυνεύσει μια “σύγκρουση” μαζί του, γιατί και ετοιμόλογος
ήταν, και δημοφιλής. Προτίμησε λοιπόν να του δείχνει συγκρατημένη συμπάθεια.
Από την πλευρά του ο μπαρμπα-Γιάννης σεβόταν τον ηγεμόνα. Μια μέρα τον ρώτησε ο
βασιλέας:
«Γιατί δε φορείς σήμερα ψηλό καπέλο και
παπούτσια γυαλιστά, Μπαρμπαγιάννη;»
Κι
εκείνος του αποκρίθηκε:
«Τα φορώ, όπως και συ το λοφίο σου,
μεγαλειότατε, στις μεγάλες περιστάσεις!»
Η μυστηριώδης εξαφάνιση του μπάρμπα-Γιάννη
Ύστερα
από είκοσι χρόνια παραμονής στην Αθήνα, ο όμορφος κανατάς δεν κυκλοφόρησε ξανά
στους δρόμους της πρωτεύουσας. Ο μπάρμπα Γιάννης έφυγε ξαφνικά περίπου το 1880.
Το γεγονός πως εξαφανίστηκε την ίδια περίοδο που έληξε ο ρωσο-τουρκικός πόλεμος
το 1878, προκάλεσε ερωτήματα σχετικά με την αληθινή του ταυτότητα. Κάποιοι
υποστήριξαν πως ο ξανθός Γιάννης ήταν κατάσκοπος, ενώ άλλοι ανέφεραν πως ήταν
Βούλγαρος και γύρισε στην πατρίδα του μόλις απελευθερώθηκε από τους Οθωμανούς.
Ο ίδιος έλεγε πως καταγόταν από την Προύσα της Τουρκίας, ότι είχε πολεμήσει
στον απελευθερωτικό αγώνα της Κρήτης του 1866 και ύστερα ήρθε στην Αθήνα. Η
πραγματική του ταυτότητα και ο λόγος που έφυγε τόσο ξαφνικά δεν μαθεύτηκαν ποτέ.
Κανείς δεν γνώριζε παραπάνω πληροφορίες ούτε καν το επίθετό του. Όλοι τον
αποκαλούσαν μπάρμπα-Γιάννη και το μόνο σίγουρο είναι πως ήταν μία ακόμα γραφική
φυσιογνωμία της παλιάς Αθήνας….
Υπάρχει όμως και άλλο “σενάριο”:
Ο
μπάρμπα – Γιάννης επέστρεψε στην πατρίδα του, το Τατάρ Πάπαρντζικ, σημερινό
Πάζαρτζικ. Πήρε το παλιό του όνομα Χατζή Ιβάν Λίγκοφ Χιμιτζίεφ, διατήρησε την
ελληνική του υπηκοότητα και έγινε γραφιάς. Έγραφε και στίχους, στα ελληνικά και
βουλγάρικα.
Το
Πάζαρτζικ ανήκε στην Ανατολική Ρωμυλία. Με τη Συνθήκη του Βερολίνου έγινε
αυτόνομη επαρχία υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου. Το 1884 έγινε κίνημα με
αίτημα την ένωση της επαρχίας με την Βουλγαρία.
Την
άνοιξη του 1884 ο Μπάρμπα – Γιάννης κανατάς δημοσιεύει σάτιρες κατά των αρχών
και καλεί τους Βούλγαρους να κατακτήσουν την Τσάριγκραντ (την Πόλη) πριν την
κατακτήσουν οι Έλληνες. Έγραψε ποίημα κατά των αρχών της χώρας και οργάνωσε
πολυάριθμο συλλαλητήριο όπου το διάβασε. Το κοινό ενθουσιάστηκε και χρειάστηκε
η παρέμβαση των στρατιωτικών αρχών. Ο Μπάρμπα – Γιάννης κατέφυγε στο χωριό του
όπου οι συγχωριανοί του αρνήθηκαν να τον παραδώσουν στις αρχές και υποσχέθηκαν
ότι θα τον οδηγήσουν αυτοί στο Πάζαρτζικ. Η εισαγγελική αρχή τον συνέλαβε ως
εχθρό του κράτους…
Στις
6 Σεπτέμβρη 1885 η Ανατολική Ρωμυλία ενώθηκε με τη Βουλγαρία. Η Τουρκία δεν
αντέδρασε, εν αντιθέσει με τη Ρωσία, τη Σερβία και την Ελλάδα που
διαμαρτυρήθηκαν για την καταπάτηση της Συνθήκης του Βερολίνου.
Το τραγούδι του:
Στο
τραγουδάκι του Μπάρμπα-Γιάννη, λέγεται πως οι στίχοι διαμορφώθηκαν από τον
κόσμο και η μελωδία προέρχεται ένα παλιό ιταλικό τραγούδι. Η τελική μορφή του,
οφείλεται στον τενόρο της λυρικής Πέτρο Επιτροπάκη, ο οποίος το κυκλοφόρησε σε
δίσκο το 1934.
Σύμφωνα
με άλλους το τραγούδι, καθώς και άλλα δίστιχα και τετράστιχα, ήταν του ίδιου
του Μπάρμπα-Γιάννη, και τα τραγουδούσε ο ίδιος στους δρόμους που γύρναγε με τον
γάιδαρο.
Δημοσίευσε
μάλιστα σε εφημερίδα του 1873 δεκαπέντε τετράστιχα με γενικό τίτλο «Το
ιπποτικόν τραγούδι όπερ είπον εις την Σύρον». Ανάμεσα στους δημοσιευμένους εκείνους
στίχους είναι και αυτοί που γνωρίζουμε στις μέρες μας.
Μπάρμπα-Γιάννη
με τις στάμνες
Ακούστε παρακάτω την
τελική μορφή του τραγουδιού όπως κυκλοφόρησε το 1934 από τον τενόρο Πέτρο
Επιτροπάκη…