Η λέξη σουβάλα δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό εκτός
από του Πάπυρου, που και αυτό δίνει μάλλον λάθος...
σημασία, αφού γράφει ότι
σημαίνει «έλος», ενώ, κατά την γνώμη μου, οι σουβάλες, ακριβέστερα, είναι
φυσικοί ταμιευτήρες των νερών της βροχής.
Πάντως η ετυμολογία είναι από το σλαβικό sŭvala,
«έλος», φαίνεται σωστή. Η λέξη ακούγεται σε πολλές περιοχές του ελλαδικού
χώρου, ενώ άλλωστε υπάρχουν πάμπολλα τοπωνύμια και μικροτοπωνύμια, με
γνωστότερο τη Σουβάλα της Αίγινας (επισήμως, Βαθύ) και του Παρνασσού (επισήμως,
Πολύδροσο).
Σε άρθρο τοπικής εφημερίδας από την Εύβοια βρίσκω
ότι «η βίδρα εξακολουθεί να επιβιώνει στις σουβάλες του Νηλέα, που κρατούν νερό
όλο το χρόνο, ειδικά ανάμεσα στο Οριό και τη Μουρτερή που διατηρείται και συνεχής
η ροή του νερού».
Οι περίφημες σουβάλες στην Αίγινα (που ανέκαθεν
έπασχε από λειψυδρία) είναι πελεκητές, μεγάλες στέρνες που μπορεί και να χωρούν
800 κυβικά νερό. Καθώς έχουν λιγοστέψει οι κτηνοτρόφοι, η συντήρησή τους είναι δύσκολη.
Πικρόχολη αλλά εύστοχη παρατήρηση που διάβασα σε τοπικό έντυπο: «Ενώ οι
παππούδες μας χτίζανε σουβάλες και στέρνες, εμείς ονειρευόμαστε πισίνες που θα
τις γεμίζουμε με νερό εισαγόμενο».
(Λέξεις που χάνονται, του Νίκου Σαραντάκου, από το ΒΗΜΑ)