Η λέξη γεμενί
έχει δύο σημασίες. Καταρχάς γεμενί είναι ένα χρωματιστό κεφαλομάντηλο, από
μεταξωτό ύφασμα όμως, στον πληθυντικό συνήθως, τα γεμενιά είναι ελαφρά δερμάτινα παπούτσια ή παντόφλες. Ονομάστηκαν
έτσι και τα μεν και τα δε, επειδή αρχικά...
Το γεμενί ως φακιόλι ακούγεται και σήμερα χάρη στο
πολύ γνωστό δημοτικό τραγούδι με το ρεφρέν «Μαύρο γεμενί με λένε / σα με χάσεις
γύρευέ με». Στην Αποκριάτικη νυχτιά
του Παπαδιαμάντη «Εχόρευον τον συρτόν ή τον καλαματιανόν, κι ετραγουδούσαν το
«Μαύρο γεμενί», ενώ στον Θάνατο του
παλικαριού του Παλαμά κάποια ποτίζει «τα μυριστικά της, ψιθυρίζοντας το
‘μαύρο γεμενί’».
Οι ζεϊμπέκηδες του Λεύτερη Παπαδόπουλου, στο
τραγούδι Γιορτή ζεϊμπέκηδων, «πίνουνε
ρακί, τρώνε παστουρμά και χτυπάνε τα ποδάρια με τα γεμενιά» - εδώ βέβαια
πρόκειται για τα παπούτσια, που τα έφτιαχναν οι γεμενιτζήδες ή γεμενιτζήδες. Ωστόσο, φορούσαν και οι
άντρες γεμενιά μαντίλια, όπως σημείωσε και ο Ν. Κασομούλης, παραξενεμένος όταν
είδε τους Μοραϊτες «με μέστια και
τζαρούχια ποδημένοι είδος αλλόκοτον εις τα μάτια μας και με μανδήλια μαύρα και
κασπαστιά εις την κεφαλή και γεμενιά».
(Λέξεις που χάνονται, του Νίκου Σαραντάκου, από το
ΒΗΜΑ)