Τακτοποιώ
την τεράστια στοίβα των νεοεκδοθέντων βιβλίων,
τσαλαβουτάω ανάμεσα σε πρωτοσέλιδα και οπισθόφυλλα και αισιοδοξώ, γιατί παρά
την κρίση, οι εκδότες δεν το βάζουν κάτω – ούτε και οι αναγνώστες, καθώς
φαίνεται. Στοιχεία να παραθέσω δεν έχω, όμως οι προθήκες βαραίνουν από
καινούργιους τίτλους, διαψεύδοντας όσους...
Ναι, το
βιβλίο δεν είναι είδος πρώτης ανάγκης, ούτε “παραδεδεγμένης χρησιμότητας” και
σε καιρούς κρίσης είναι αναπόφευκτο να υποστεί πλήγματα· να, όμως, που παρά τις
δυσκολίες, η εκδοτική συγκυρία κατορθώνει ακόμη να κρατάει τα αναγνωστικά
αντανακλαστικά μας σε ετοιμότητα.
Διάβασα λαχανιάζοντας πολλά βιβλία αυτές τις μέρες και ελπίζω να διαβάσω κι άλλα, σε
πιο ήπιους ρυθμούς όσο προχωρούν οι γιορτές. Πρώτα απ’ όλα το μνημειώδες “Ζωή και πεπρωμένο” του Βασίλι Γκρόσμαν (μετάφραση Γιώργος Μπλάνας,
εκδ. Γκοβόστη), γραμμένο το 1959, magnum opus του συγγραφέα, επικό έργο
επικεντρωμένο στον ολοκληρωτισμό, ολοζώντανη αποτύπωση της σοβιετικής κοινωνίας
την δεκαετία του ’40, μυθιστόρημα ακραίου ζόφου και δειλής ελπίδας – και σε
αντιδιαστολή, τη νουβέλα του Αλεξάντρ Γκριν
“Πορφυρά πανιά” (μετάφραση
Ιοκάστη Καμμένου, εκδόσεις Κίχλη), ένα ερωτικό παραμύθι που, γραμμένο στις
αρχές της δεκαετίας του ’20, διαλέγει να σταθεί στους αντίποδες του
σοσιαλιστικού ρεαλισμού, να αγνοήσει την ωμή πραγματικότητα της
μετεπαναστατικής Ρωσίας και να μιλήσει για την ευτυχία – δύσκολη λέξη, ανεύρετη
συνθήκη – των αισθημάτων και των αισθήσεων.
Διάβασα το “Τανγκό της παλιάς φρουράς” (μετάφραση Τιτίκα Σπερελάκη, εκδόσεις
Πατάκη) κι ήτανε σαν να έβλεπα παλιά χολυγουντιανή ταινία, αφού το μυθιστόρημα
του Αρτούρο
Πέρεθ-Ρεβέρτε διαθέτει,
σε γενναίες δόσεις, έρωτα και προδοσία, κοινωνικό περιθώριο και κατασκοπεία,
λαμπερούς ήρωες και σκοτεινά μυστικά, όλα εμβαπτισμένα στη μουσική του τανγκό.
Διάβασα το ιδιοφυές “Ζωή μετά τη
ζωή” της Κέιτ Άτκινσον (μετάφραση
Μυρσίνη Γκανά, εκδόσεις ‘Μεταίχμιο), ένα βιβλίο που μυθολογεί το κοινό σε όλους
ερώτημα “Πώς θα ήταν η ζωή μου αν έκανα, την κρίσιμη στιγμή, μιαν άλλη επιλογή,
αν διάλεγα άλλο δρόμο;”, ένα βιβλίο διαδοχικών θανάτων και – παραδόξως –
συγκινητικής αισιοδοξίας.
Διάβασα, τέλος, την “Κόμη της Αφροδίτης” του Μίκαελ
Σίσκιν (μετ.
Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδ. Μεταίχμιο) μυθιστόρημα που συνυφαίνει
αυτοβιογραφικά ίχνη, βιωμένη ύλη, φιλοσοφική ενατένιση, σε μια πολύτροπη
αφήγηση που διανοίγεται στο κοινό ανθρώπινο πεπρωμένο.
Για την ώρα, έχω φτάσει ώς τα μισά στο συναρπαστικό memoir του Ανταίου
Χρυσοστομίδη από
τις συναντήσεις του με σπουδαίους συγγραφείς ανά τον κόσμο: δεύτερος τόμος του
βιβλίου του “Οι κεραίες της εποχής μου” (εκδόσεις ‘Καστανιώτη‘),
δεν περιορίζεται στις συνομιλίες του δημοσιογράφου με τους συγγραφείς, δεν
αποτυπώνει μόνο τη στιγμή και την εντύπωση της συνάντησης, αλλά, μέσα από ένα
σχόλιο, μια ανάμνηση, μια αναφορά, αναδεικνύει την πυρετική σχέση του Α.Χ. όχι
μόνο με τη λογοτεχνία, αλλά και με την πολιτική και την ιστορία. Ως τα μισά,
επίσης, έχω φτάσει στο στοχαστικό βιβλίο του Τζων Γκρέι “Η
σιωπή των ζώων” (μετάφραση
Γιώργος Λαμπράκος, εκδόσεις Οκτώ) όπου ο συγγραφέας συνδιαλέγεται με την
λογοτεχνία, την ψυχανάλυση και την φιλοσοφία για να αναλύσει την έννοια της
προόδου και να αναζητήσει τα νήματα του νοήματος που συγκρατούν ακόμη την
ανθρώπινη ύπαρξη. Το διαβάζω αντιστικτικά με την “Αθανασία των σκύλων” του Κώστα Μαυρουδή (εκδόσεις “Πόλις”) μια συλλογή
σύντομων αφηγημάτων στα οποία ο σκύλος γίνεται η εβληματική ενσάρκωση της
άγνοιας του θανάτου, τούτης της ευλογημένης ανυποψίας που διανοίγεται στην
αιωνιότητα· και όσο προχωρώ σ’ αυτό το λυρικό, αισθητικά υποβλητικό βιβλίο, δεν
παύω να ανακαλώ μια φράση από το προηγούμενο: “Οι άνθρωποι αναζητούν τη σιωπή
επειδή αναζητούν τη λύτρωση από τον εαυτό τους, ενώ τα ζώα ζουν μες στη σιωπή
επειδή δεν χρειάζονται λύτρωση”.
Κι αφού περάσαμε στους Έλληνες, θα αναφέρω εν τάχει μερικούς
τίτλους που φανερώνουν πλούτο ιδιώματος και θεματικής, βασανισμό του
λογοτεχνικού ύφους, φρέσκια και ανήσυχη ματιά. Αρχής γενομένης από τους
νεότερους, στέκομαι στον Μάκη Τσίτα και το βιβλίο του “Μάρτυς μου ο Θεός” (εκδ. Κίχλη), όπου μέσα από το
παραλήρημα ενός πενηντάρη αναδύεται μια κοινωνία βυθισμένη στις προκαταλήψεις,
τη σύγχυση και τον συντηρητισμό· στον Σπύρο Τσίρο και στη συλλογή διηγημάτων
του “Δεν είν’ έτσι;” (Μικρή άρκτος)μικρά
αφηγήματα που αποκαλύπτουν τις αδιάγνωστες διαστάσεις και την αφανέρωτη γλώσσα
της πραγματικότητας· στον Γιάννη Τσίρμπακαι
το ολιγοσέλιδο βιβλίο του “Η Βικτώρια δεν
υπάρχει”, (εκδ. Νεφέλη), μαστορική εναντιοδρομία ανάμεσα
σε καθημαγμένους ήρωες και μια σκληρή πόλη που τους καταπίνει· στον Ιάκωβο
Ανυφαντάκη (“Αλεπούδες στην πλαγιά”, εκδ. Πατάκη) όπου κάθε αναδρομή του
ήρωα στο παρελθόν του ανατρέπει την προηγούμενη αμφισβητώντας την ισχύ της
βιωμένης εμπειρίας και της μνήμης. Από τους ωριμότερους πεζογράφους, αναγκαίο
ανάγνωσμα το “360” (εκδ. Πατάκη) του Αχιλλέα Κυριακίδη, δεξιοτεχνική αφήγηση που κινεί τους
βίους ανθρώπων καθημερινών, τέμνοντας, απομακρύνοντας, συναιρώντας, συνδέοντας,
επικαλύπτοντας τις τροχιές τους· ευτράπελη ανάπαυλα το “Λεξικό
αναμνήσεων” του Γιώργου Χουλιάρα,
“αλφαβητικό μυθιστόρημα της ζωής ενός συγγραφέα” κατά τον ίδιο, που διαδραματίζεται
στον τόπο της λογοτεχνίας, υπονομεύοντας με δαιμονικό κέφι λήμματα, ορισμούς,
ρεύματα, πρόσωπα, αλλά και λέξεις-κλειδιά μιας ιδιότυπης αυτοβιογραφίας· και
βέβαια, το “Εκατό” του
Γιάννη Ευσταθιάδη, ενενήντα εννέα αστείες και
μελαγχολικές, σοβαρές και ανάλαφρες ιστορίες μέσα από τις οποίες παρακολουθούμε τις λογοτεχικές, μουσικές,
κινηματογραφικές και υπαρξιακές μεταμορφώσεις του βασικού πρωταγωνιστή, που δεν
είναι άλλος από τον αριθμό εκατό.
(Η
Κατερίνα Σχινά είναι κριτικός λογοτεχνίας, cosmo)