Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013

Καλικάντζαροι ... επώνυμοι!


Του Μιχάλη Παπαδάκη (Δάνδουλου)


Οι  καλικάντζαροι  είναι  από  τα  πιο  περίεργα, πονηρά, αεικίνητα  και  άτακτα  πνεύματα  του  λαϊκού  πολιτισμού  μας...


Οι  καλικάντζαροι  είναι  όντα  μαυριδερά, με  κόκκινα  μάτια, τρίχες  σ’ όλο  το  σώμα, χέρια  μακριά, είναι  ψευδοί, είναι  κουτσοί  και  κυρίως  κουτοί, αφού  δεν  ξέρουν  ούτε  να  μετράνε, τρώνε  βατράχια, σαύρες, σκουλήκια  και  φίδια  και  ζουν  μέσα  σε  υγρές  σπηλιές  και  σε  σκοτεινές  ρεματιές.
Οι  λαογραφικές  παραδόσεις  γύρω  από  τους  καλικάντζαρους  ποικίλουν, από  περιοχή  σε  περιοχή, από  τόπο  σε  τόπο, όπως  ποικίλουν  και  τα  δεκάδες  επίθετα  που  τους  έχει  δώσει  ο  απλός  λαό  μας.
Κανένα  άλλο  ξωτικό  της  λαϊκής  μας  παράδοσης  δεν  έχει  τόσα  πολλά  επίθετα, που  να  το  χαρακτηρίζουν, όσο  ο  καλικάντζαρος.
Ο  μακρύς  κατάλογος  που  ακολουθεί  δείχνει  το  πόσο  είναι  δεμένοι  οι  Έλληνες  με  την  παράδοση  αυτή  του  Δωδεκαημέρου  και  τα  ξωτικά  αυτά.

Επίθετα  που  έχουν  οι  καλικάντζαροι:
Αερικό.
Αρωίτης.
Άσε  με  καλέ.
Βαβουτζίας.
Βαβουτζικάριος.
Βερβελούδης.
Βουρβούλακας.
Γκαριτζάγγαρος.
Γκατζιγέννης.
Γκατζόμαρος.
Γκατζόνι.
Γκατσόνι.
Γούμπερο.
Δαιμονικό.
Κάης.
Κακανθρώπισμα.
Κακάνθρωπος.
Καλιβρούσης.
Καλίβρουσος.
Καλικαντζούδης.
Καλικάντσαρος.
Καλικάντσιαρος.
Καλικάτζαρος.
Καλικοτσάγγαρος.
Καλιοντζής.
Καλιοσπούδης.
Καλισπούδης.
Καλιτσάγγαρος.
Καλιτσάγκαρος.
Καλιτσάντερος.
Καλιτσούδης.
Καλκάνι.
Καλκάντζαρος.
Καλκαντζής.
Κάλκας.
Καλκάς.
Καλκάτζαρος.
Καλκατζόνι.
Καλκατσόνι.
Καλλικάντζαρος.
Καλλ(ι)κατζάρ.
Καλλικάτζαρος.
Καλλικατζούρι.
Καλλισπούδης.
Καλλιτσάγγαρος.
Καλλιτσάγκαρος.
Καλοβρύσης.
Καλός  κι  άτζαρος.
Καλπούσης.
Κάνθαρος.
Κάντζαρος.
Κάντσαρος.
Κάος.
Καρακαντζόλης.
Καρακάντζολος.
Καρακατζόλης.
Καρακάτζολος.
Καρακατζόλος.
Καρακόντζολος.
Καρκακάης.
Καρκακάος.
Καρκάλαντζα.
Καρκάντζαλος.
Καρκάντζαρος.
Καρκαντζελούδης.
Καρκαντζόλι.
Καρκάντζολος.
Καρκαντζόλος.
Καρκάντσαλος.
Καρκαντσέλι.
Καρκάντσιλος.
Καρκάτζαλος.
Καρκάτζαρος.
Καρκατζέλι.
Καρκατζόερο.
Καρκατζόλι.
Καρκάτζολος.
Καρκατζόλος.
Καρκατσέλι.
Καρκάτσελος.
Καρτσάγγαρος.
Καρτσάνγκαλος.
Καρτσάγκαρος.
Καρτσάνγκαλος.
Κατσικαντάρης.
Κατσικάς.
Κατσικοπόδης.
Κατσικοπόδαρος.
Κατσουμάρος.
Καψιούρης.
Κεραμίδι.
Κολιτσάγγαρος.
Κολιτσάνγγαρος.
Κολοβελόνης.
Κουλοβελόνης.
Κουλοβιλόνι.
Κρούσμα.
Κωλοβελόνης.
Λάμπασμα.
Λικοκάντζαρος.
Λικοσάγγαρος.
Λοκαντζάρης.
Λουγκατσάρι.
Λυκοκάντζαρος.
Λυκοτσάρδης.
Μαντρακούκος.
Μνημοράτος.
Ξωτικό.
Παγανός.
(Π)αρωρίτης.
Πίτζηλος.
Πλανητάρης.
Πλανητάριος.
Σαρίγκαλος.
Σιφώτης.
Σιφωτής.
Σκαλικάντζαρος.
Σκάλικος.
Σκαλκάντζαρος.
Σκαλκώταδος.
Σκατζάρι.
Σκατσάντζαρος.
Τσαλιτσανγκαρούδης.
Τσιλγκρωτό.
Τσιλιγκρουτό.
Τσιλιγκρωτό.
Τσιλικρωτό.
Τζόγες.
Χρυσάφεντης.
Χρυσαφέντης . (Madeincreta)