Τρίτη 26 Μαΐου 2015

Νύχτα των αναμνήσεων...

γράφει η Σμαραγδή Μητροπούλου 
Μέρος 2


Ένα άγγιγμα στον ώμο τον έκανε σχεδόν να αναπηδήσει.
«Λεβέντη μου!» άκουσε μια ζεστή, πατρική φωνή.
«Δάσκαλε Αιμιλιανέ!» ψιθύρισε μόνο...

Δυο ζεστά χέρια τον κράτησαν σφιχτά.
«Κλάψε, αγόρι μου, κλάψε… τα δάκρυα δεν είναι ντροπή… είναι το λουτρό της ψυχής», είπε εκείνος, καθώς το σώμα του αδελφού Ραφαήλ τρανταζόταν από τους λυγμούς.
Ο Αιμιλιανός, ο παλιός του σχολάρχης, ο Δάσκαλος, όπως τον αποκαλούσαν όλοι.
«Πόσα χρόνια!» είπε ο αδελφός Ραφαήλ.
«Έριξες μαύρη πέτρα πίσω σου, Σπύρο μου! Ποτέ μου δεν κατάλαβα αυτή σου την απόφαση… ποτέ….»
«Σε παρακαλώ…», βόγγηξε εκείνος. «Σε παρακαλώ… μη….».
Ο Αιμιλιανός ξερόβηξε.
«Είναι πολύ άσχημα… πρέπει να βιαστούμε…».

********
Το κορμί του άντρα διαγραφόταν καχεκτικό κάτω από τα σκεπάσματα. Το πρόσωπό του ήταν κατάχλωμο.  Μόλις ο αδελφός Ραφαήλ μπήκε στο δωμάτιο, στύλωσε το βλέμμα του επάνω του.
«Ήρθες;» είπε μόνο.
«Αγόρι μου… ναι… είμαι εδώ…»
Ο άρρωστος άπλωσε το κοκκαλιάρικο χέρι του.
«Φοβάμαι… όταν σκοτεινιάζει, φοβάμαι…..»
Έγειρε στο μαξιλάρι αποκαμωμένος. Ο αδελφός Ραφαήλ του χάιδεψε το μέτωπο.
«Ένα μεγάλο ψέμα… ένα μεγάλο ψέμα… αν ήξερες…»

********
Σαν πουλί ο χρόνος ταξιδεύει στα παλιά.
Εκείνη τη χρονιά είχε έλθει ένας νεαρός συνάδελφος στο σχολείο, ο Αλέξης.  Δάσκαλος βυζαντινής μουσικής, μεγαλωμένος με ηθικές αρχές, πίστευε πως «στη ζωή πρέπει να προσέχουμε τον πειρασμό....εγρήγορση και προσευχή χρειάζεται…. τα όνειρα κάποιες φορές μπορεί να βλάψουν την αγνότητα της ψυχής».
Το παράθυρο του μικρού δωματίου που του είχαν παραχωρήσει στο μοναστήρι, είχε θέα την αυλή του σπιτιού της Μαρισόλ.
Την αυγή που σηκωνόταν να προσευχηθεί, προτού ξεκινήσει για το σχολείο, έπαιρνε η ματιά του τη Μαρισόλ να ποτίζει τα λουλούδια της… την ώρα της μεσημεριανής ανάπαυσης αντηχούσαν στα αυτιά του τα τραγούδια της… και τις νύχτες… έβλεπε τις σκιές δύο γυμνών, αγκαλιασμένων κορμιών να διαγράφονται πίσω από την κουρτίνα.
Ο κίτρινος, υγρός λεκές που είδε στα σεντόνια του έκανε το πρόσωπο του να πάρει ένα χρώμα άλικο, πιο βαθύ κι από τα τριαντάφυλλα του κήπου της Σπανιόλας.
Όχι, δεν πρέπει, δεν πρέπει, δεν πρέπει…. επαναλάμβανε συνεχώς… αμαρτάνω… δεν πρέπει.
Δεν τολμούσε να ομολογήσει στον ίδιο του τον εαυτό, πόσο μάλλον στον πνευματικό του, ότι το κορμί του αναστατωνόταν και ανατρίχιαζε στη σκέψη της Μαρισόλ… ότι η ψυχή του μάτωνε… ότι συχνά παρακολουθούσε το ζευγάρι….
 Η προσευχή είναι το δυνατότερο φάρμακο… κι ο Αλέξης προσευχόταν κι έκλαιγε, έκλαιγε και προσευχόταν… και μαστίγωνε το σώμα του με βέργα λυγαριάς για να εξιλεωθεί για τις αμαρτωλές σκέψεις του.
Μαρισόλ, σημαίνει Μαρία του Ήλιου. Μα για τον Αλέξη, η Μαρισόλ ήταν η Μαρία της Φωτιάς, η Μαρία του Πειρασμού, η Μαρία της Αμαρτίας.
Και η βέργα εξακολουθούσε να χαράζει σημάδια στην πλάτη και στο στήθος του.
(συνεχίζεται)