Μια φορά ήταν ένας νεαρός πολιτικός «ψαράς», ονόματι
Αλέξης κι όλη τη νύχτα αγωνιζόταν να πιάσει ποσοστό «ψάρι» εξουσίας, μα
δεν έπιανε.
Κόντευε να ξημερώσει όταν έριξε πάλι τ' αγκίστρι
του και είπε από μέσα του:
«Ω, Θεέ μου, δυστυχία! Σήμερα θα με ξηλώσουν από το κόμμα και θα μείνω...
Του φάνηκε τότε πως τσίμπησε ψάρι «ποσοστό» και
τράβηξε τ' αγκίστρι. Τι να δει!
Ένα ψαράκι χρυσό, ίσα με 28%, με το συμπάθιο!
Ένα ψαράκι χρυσό, ίσα με 28%, με το συμπάθιο!
Έκανε να το βγάλει απ' τ' αγκίστρι κι άκουσε μια
φωνή να του λέει:
«Ρίξε το ψαράκι το χρυσό στο γιαλό, και θα δεις
καλό».
- Ε, λέει με το νου του, να το ρίξω! Έτσι κι έτσι δεν θα μου κάνει τίποτε
ένα ψαράκι, ούτε για μεζές για τα τσιπουράκια μας δε φτάνει...
Και το 'ριξε στη θάλασσα. Πάλι ακούει την ίδια
φωνή να του λέει:
- Τι καλό θέλεις να σου κάνω;
- Ε, λέει, να πάω στο σπίτι μου να βρω φαγητό και
στη Βουλή να μπώ, ως πρωθυπουργός.
Σαν πήγε στο σπίτι του, τα βρήκε όλα όπως του είπε
η φωνή. Το ίδιο και στη Βουλή που τον υποδέχτηκαν με τιμές!
Όταν γύρισε στο σπίτι ενθουσιασμένος για το νέο
ξεκίνημα στη ζωή του, είπε την ιστορία όλη στη γυναίκα του.
- Αχ, καλέ, του λέει αυτή, αντί να ζητήσεις,
τίποτε καλό, ζήτησες φαγητά και εξουσία;
- Ε, καλά, της λέει αυτός. Αν το ξαναπιάσω, τι
θέλεις να του ζητήσω;
Η γυναίκα τού είπε να ζητήσει να γίνει πλανητάρχης!
Πήγε ο ψαράς Αλέξης, έριξε το δίχτυ κι έπιασε πάλι
το χρυσόψαρο. Έκανε να το βγάλει πάλι απ' τ' αγκίστρι και άκουσε τη φωνή:
«Ρίξε το ψαράκι το χρυσό στο γιαλό, και θα δεις
καλό».
Το έριξε, κι άκουσε πάλι τη φωνή:
«Τι καλό θέλεις να σου κάνω;»
Ο Αλέξης χαμογέλασε και δίχως καθυστέρηση του
ζήτησε να τον κάνει πλανητάρχη...
Πάει στο σπίτι του και τι να δει;
Ο Ομπάμα ήταν εκεί, έτοιμος να του παραδώσει τα σκήπτρα!
Πέρασε καιρός από τότε και κάποια στιγμή η γυναίκα
του, ως πρώτη κυρία αισθάνθηκε την ανάγκη να του εκφράσει την κρυφή της
επιθυμία.
- Αχ, του λέει, δεν πάς να το ξαναπιάσεις και να
του ζητήσεις να γίνει το Χόλιγουντ δικό μας, να γυρίσω ταινίες ποιοτικές... σαν
εκείνη που σου άρεσε όταν σου διάβαζα το στόρυ, «Με γόβα στιλέτο & μπικίνι
στον Επιτάφιο»;
Θέλοντας να μη της χαλάσει το χατίρι και
γνωρίζοντας την αγάπη της για τον πολιτισμό και τις τέχνες, πήγε πάλι και έκανε
όπως έκανε και τις άλλες φορές, άκουσε τη φωνή και ζήτησε ό,τι του είπε η
γυναίκα του.
Σίγουρος για το αποτέλεσμα, πήρε το δρόμο του
γυρισμού, ενημερώνοντας στο διάβα του τους πάντες για τα νέα του επαγγελματικά
πολιτιστικά δρώμενα...
Μα σαν έφτασε εκεί, έπιασε την καρδιά του και ακουμπώντας το κορμί του στον τοίχο, έμεινε άφωνος με αυτό που είδε!
Μια καλύβα όπως πρώτα, την Περιστέρα του με
παλιόρουχα να κλαίει με λυγμούς και τα παιδιά του να πεινάνε... και αυτόν να
ελπίζει σ’ ένα ακόμα θαύμα.
(Παραπαραμύθια ακατάλληλα για άνω των 18 ετών, του Παύλου Ανδριά)