Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Η «Άμια»… απ’ το Σικάγο!!!


Άμια είναι η θεία, και γενικότερα κάθε γυναίκα περασμένης ηλικίας, συχνά ως προσφώνηση από νεότερους. Η λέξη ακούγεται ακόμα στην Σύρο, στην Τήνο, στην Χίο και σε πρόσφυγες από την Μικρά Ασία, αλλά δεν υπάρχει...

στα περισσότερα λεξικά. Πρόκειται για δάνειο από τα ενετικά (amia),  που ανάγεται στο λατινικό amita, που σήμαινε την εκ πατρός θεία, μια διάκριση που δεν πέρασε στα νέα ελληνικά (αλλά διατηρήθηκε στο βυζαντινό άμιτα).
Όπως και το πολύ πιο διαδεδομένο   συνώνυμό του, το θεία, το άμια χρησιμοποιείται σαν προτακτικό, και σ’ αυτήν την περίπτωση είναι άκλιτο. Για παράδειγμα στην βιογραφία της, η Άννα Σικελιανού θυμάται ότι στο εξοχικό σπίτι τους στη Σύρα ήταν δίπατο, «ενώ της άμια- Σπεράντζας ή της άμια Καλής, όπως κι όλα τ’ άλλα, ήτανε μονόπατα, στρωμένα με χρώμα, και μυρίζανε από τα ζωντανά τους».

Άλλωστε, «Τα μόνα αληθινά στοιχεία στη θυσία / είναι το πρόσφορο της αμια-Πρασίνας / και το κεράκι του καπετ’ Αυγουστή» (Ματθαίος Μουντές, Νηπιοβαπτισμός).