Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Ήθη και έθιμα Πρωτοχρονιάς στην Ελλάδα

Στα όμορφα Επτάνησα, ανάμεσα στο Ιόνιο πέλαγος και την Αδριατική θάλασσα, χαίρονται με ξεχωριστό τρόπο τις ημέρες του Δωδεκαημέρου. Οι άνθρωποι γιορτάζουν πηγαίνοντας στην εκκλησία, τρώγοντας, πίνοντας, τραγουδώντας αλλά και κάνοντας αστεία ο ένας στον άλλο.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς το βράδυ οι κάτοικοι κυρίως της Κεφαλονιάς, έχουν το έθιμο που ονομάζεται «κολόνιες». Γεμάτοι χαρά για τον ερχομό του Νέου Χρόνου οι κάτοικοι κατεβαίνουν στο δρόμο κρατώντας μπουκάλια με κολόνια και ραίνουν ο ένας τον άλλο τραγουδώντας: «Ήρθαμε με ρόδα και με ανθούς, να σας ειπούμε Χρόνους Πολλούς».
Και η τελευταία ευχή του χρόνου που ανταλλάσσουν είναι «Καλή Αποκοπή» δηλαδή «με το καλό να αποχωριστούμε τον παλιό το χρόνο».


«Πάλιν ακούσατε άρχοντες πάλι να σας ειπούμε. Ότι και αύριο εστί ανάγκη να χαρούμε και να πανηγυρίζομεν περιτομήν Κυρίου, την εορτήν του Μάκαρος Μεγάλου Βασιλείου».
Οι παλιοί Αθηναίοι περίμεναν τον Αϊ Βασίλη από το βράδυ της παραμονής με ολάνοιχτες τις πόρτες των σπιτιών τους και επειδή σύμφωνα με την παράδοση, θα ήταν... κουρασμένος και πεινασμένος από το μακρινό ταξίδι του, έστρωναν ένα μεγάλο τραπέζι και το φόρτωναν με τα πιο εκλεκτά γλυκίσματα και φαγητά για να τον φιλοξενήσουν... γύρω από το τραπέζι αυτό μαζευόταν το βράδυ της παραμονής όλη η οικογένεια και περίμενε για ν' αρχίσει το φαγοπότι. ..... Τα μεσάνυχτα έσβηναν τις λάμπες τους κι έδιωχναν με γιουχαΐσματα τον παλιό χρόνο, πετώντας πίσω του στο δρόμο ένα παλιοπάπουτσο.
Το έθιμο του ροδιού της πρωτοχρονιάς διατηρείται και σήμερα. Την ώρα που αλλάζει ο χρόνος στην εξώπορτα του σπιτιού πετάνε και σπάνε ένα ρόδι και μπαίνουν μέσα στο σπίτι με το δεξί «ποδικάνοντας» το ποδαρικό, ώστε ο καινούργιος χρόνος να τα φέρει όλα δεξιά, καλότυχα.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, στην Πελοπόννησο, η οικογένεια πηγαίνει στην εκκλησία, ντυμένοι όλοι με τα καλά τους ρούχα για να παρακολουθήσουν τη λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου και να υποδεχτούν το νέο χρόνο,  καλό κι ευλογημένο.
Ο νοικοκύρης κρατάει στην τσέπη του ένα ρόδι, για να το λειτουργήσει.
Γυρνώντας σπίτι, πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας και να του ανοίξουν, δεν κάνει να ανοίξει ο ίδιος με το κλειδί του. Έτσι θα είναι ο πρώτος που θα μπει στο σπίτι για να κάνει το καλό ποδαρικό, με το ρόδι στο χέρι.
Μπαίνοντας μέσα , με το δεξί ποδάρι, σπάζει το ρόδι πίσω από την εξώπορτα, το ρίχνει δηλαδή κάτω με δύναμη για να σπάσει και να πεταχτούν οι ρώγες του παντού και ταυτόχρονα λέει: «με υγεία , ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι , τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά».


Τα παιδιά μαζεμένα γύρω-γύρω κοιτάζουν οι ρώγες να είναι τραγανές και κατακόκκινες. Όσο γερές κι όμορφες είναι οι ρώγες , τόσο χαρούμενες κι ευλογημένες θα είναι οι μέρες που φέρνει μαζί του ο νέος χρόνος.
Το ρόδι είναι σύμβολο αφθονίας, γονιμότητας και καλής τύχης. Σε πολλά μέρη της Ελλάδας κρεμούσαν στο κάθε σπίτι, από το φθινόπωρο. Μετά τη Μεγάλη Λειτουργία της Πρωτοχρονιάς το πετούσαν με δύναμη στο κατώφλι για να σπάσει σε χίλια κομμάτια κι έλεγαν: «Χρόνια Πολλά! Ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος!»
Άλλα έθιμα της ημέρας αυτής είναι τα δώρα του Αϊ Βασίλη και το κόψιμο της βασιλόπιτας.
Στις Κυκλάδες τώρα, θεωρούν καλό οιωνό να φυσάει βοριάς την πρωτοχρονιά. Επίσης θεωρούν καλό σημάδι αν έρθει στην αυλή τους περιστέρι τη μέρα αυτή. Αν όμως πετάξει πάνω από το σπιτικό τους κοράκι τους βάζει σε σκέψεις μελαγχολικές ότι τάχα τους περιμένουν συμφορές…
Σε μερικά χωριά όταν πλένονται το πρωί της Πρωτοχρονιάς αγγίζουν το πρόσωπό τους μ' ένα κομμάτι σίδερο, για να είναι όλο το χρόνο... «σιδερένιοι».
Με την Πρωτοχρονιά είναι συνδεδεμένες και πολλές προλήψεις. Τη μέρα αυτή αποφεύγουν να πληρώνουν χρέος, να δανείσουν λεφτά, να δουλέψουν ή να δώσουν φωτιά. Όλα αυτά ξεκινούν από την προληπτική σκέψη: ό, τι κάνει και πάθει κανείς αυτή τη μέρα θα εξακολουθεί να συμβαίνει όλο το χρόνο!
Πολλοί άνθρωποι είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί ακόμα και σήμερα ποιος θα κάνει ποδαρικό στο σπίτι τους.
Έτσι από την παραμονή λένε σε κάποιο δικό τους άνθρωπο, που τον θεωρούν καλότυχο και γουρλή, να έρθει την Πρωτοχρονιά να τους κάνει ποδαρικό.
Μόλις μπει στο σπίτι τον βάζουν να πατήσει ένα σίδερο για να είναι όλοι σιδερένιοι και γεροί μέσα στο σπίτι στη διάρκεια του καινούργιου χρόνου.


Η νοικοκυρά φιλεύει τον άνθρωπο που κάνει ποδαρικό για το καλό του χρόνου. Συνήθως του δίνει μήλα ή καρύδια και μια κουταλιά γλυκό κυδώνι ή ότι άλλο γλυκό έχει φτιάξει για τις γιορτές. Αν ανήμερα την Πρωτοχρονιά έχει λιακάδα, πιστεύουν πως ο καιρός θα είναι ο ίδιος σαράντα μέρες.
Λένε: «Τ' άλιασε η αρκούδα τα αρκουδάκια της, δε θα 'χουμε χειμώνα βαρύ».
Αν όμως ο καιρός είναι άσχημος την Πρωτοχρονιά θα συμβεί το αντίθετο, δηλαδή σαράντα μέρες θα έχουμε βαρυχειμωνιά.
Τα Μπουμπουσιάρια ή ρουγκατσιάρια ονομάζονται στη Δ. Μακεδονία τα καρναβάλια που γίνονται την Πρωτοχρονιά και τα Θεοφάνεια.
Μπουμπουσιάρια τα λένε κυρίως στη Σιάτιστα και τα γύρω χωριά, καθώς και στα Βλαχοχώρια των Γρεβενών.
Ως ρουγκατσιάρια είναι γνωστά σ' ολόκληρο τον υπόλοιπο νομό Κοζάνης, στην Καστοριά κλπ. Στην τελευταία αυτή μάλιστα αποκαλούνται ειδικότερα ρογκουτσάρια και γίνονται στις 7 και 8 του Γενάρη δηλ. τ' Αγιαννιού.
Στη Σιάτιστα τα μπουμπουσιάρια γίνονται την Πρωτοχρονιά και τα Θεοφάνεια -κυρίως τα Θεοφάνεια- ενώ σ' όλα τα άλλα χωριά του Βοϊου μόνο την Πρωτοχρονιά.
Εξαίρεση αποτελεί η Εράτυρα.  Εκεί το ωραίο αυτό έθιμο το συναντούμε την επομένη της Πρωτοχρονιάς. Στην Κοζάνη, στη Νάουσα κι άλλες πόλεις της Δ. Μακεδονίας ίσχυαν τα ίδια, αλλά απ' την απελευθέρωση του 1912 και δώθε η συνήθεια να γίνονται καρναβάλια την Πρωτοχρονιά και τα Θεοφάνεια ατόνησε σιγά-σιγά και επεκράτησε το ευρωπαϊκό έθιμο του αποκριάτικου καρνάβαλου. Το ίδιο συνέβη και στα Γρεβενά, όπου παλιά λεβεντόκορμοι νέοι φορούσαν φουστανέλες και κουδούνια την Πρωτοχρονιά.
Στα Βλαχοχώρια την παραμονή των Θεοφανείων οι διάφορες παρέες των μεταμφιεσμένων νέων αποτελούσαν συγκροτημένες παρέες, σχεδόν στερεότυπες πάντα: η νύφη, ο γιατρός, ο γκέκας, ο αρματολός και ο σαλός (τρελός), που κατά κανόνα ήταν φορτωμένος με τα κουδούνια.
Σε πολλά μέρη τα ρουγκατσιάρια έκαναν επισκέψεις και στα διπλανά χωριά κι όταν συναντιόταν παρέες δύο χωριών πιανόταν από τα μπράτσα και, πηδώντας ζωηρά, χτυπούσαν τα κουδούνια με δύναμη, προσπαθώντας η κάθε παρέα να αναγκάσει τους αντιπάλους σε υποχώρηση.
Στη Σιάτιστα και αλλού οι μικροί μεταμφιεσμένοι γυρίζουν στα σπίτια ή σταματούν τους μεγάλους στο δρόμο και τραγουδώντας κάνουν έκκληση στα κουβαρντάδικα αισθήματά τους, ως εξής: «Και βάλε το χεράκι σου στην αργυρή σου τσέπη...»

Καλλιόπη Γραμμένου
Δημοσιογράφος- Παιδαγωγός