Αν νομίζετε πως τα
σκάνδαλα στη χώρα μας είναι...
νέο «φρούτο», κάνετε μεγάλο λάθος. Απόδειξη; Τα δυο
που ακολουθούν, έτσι για να μαθαίνουμε και λιγάκι ιστορία…
Το σκάνδαλο Χατζηπάνου,
γνωστό και ως «υπόθεσις των καυσίμων», ήταν μια υπόθεση διαφθοράς που
απασχόλησε την κοινή γνώμη, την πολιτική και τα δικαστήρια το 1950. Ο Πάνος
Χατζηπάνος ήταν επί σειρά ετών βουλευτής Ευβοίας και Υπουργός Μεταφορών στις
διαδοχικές κυβερνήσεις συνεργασίας Κόμματος των Φιλελευθέρων και Λαϊκού
Κόμματος υπό τον Θ. Σοφούλη και μετά τον θάνατο του τελευταίου υπό τον Αλ.
Διομήδη από τις 20 Ιανουαρίου 1949 ως 6 Ιανουαρίου 1950 οπότε και παραιτήθηκε
όλη η κυβέρνηση.
Η ελληνική κυβέρνηση
είχε αναθέσει μετά την απελευθέρωση από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής στην
Κοινοπραξία Εταιρειών Πετρελαιοειδών, κοινοπραξία όλων των εταιρειών
πετρελαιοειδών της Ελλάδας, την εισαγωγή και διανομή πετρελαίου στη χώρα. Τον
Ιανουάριο όμως του 1949 αποφασίστηκε από το Υπουργείο Μεταφορών ως πιο
συμφέρουσα λύση να διακοπεί η συνεργασία και να ανατεθεί η διανομή του
πετρελαίου σε ιδιώτες μετά από μειοδοτικό διαγωνισμό. Αφού διενεργήθηκαν οι
διαγωνισμοί και αναδείχθηκαν οι μειοδότες, ο Υπουργός Π. Χατζηπάνος αρνήθηκε να
επικυρώσει τις συμβάσεις με τους μειοδότες και προτίμησε παρά τις συστάσεις
υψηλόβαθμων στελεχών του Υπουργείου να αναθέσει τη διανομή απ’ ευθείας σε μια
εταιρεία, στην οποία εταίρος ήταν και μια «οικοκυρά», η Όλγα Κυριαζοπούλου,
γνωστή του Υπουργού.
Η Βουλή συνέστησε
προανακριτική επιτροπή για να διερευνήσει τις κατηγορίες κατά του Χατζηπάνου
και τελικά με απόφασή της στις 21 Ιουλίου 1950 τον παρέπεμψε στο Ειδικό Δικαστήριο
(Υπουργοδικείο) με την κατηγορία της απιστίας κατά του Δημοσίου με το σκεπτικό
ότι από την απευθείας ανάθεση ζημιώθηκε το Δημόσιο, του οποίου το συμφέρον είχε
ταχθεί να προασπίζει ο Υπουργός, επειδή πλήρωνε υψηλότερο τίμημα για τη
μεταφορά του πετρελαίου.
Η δίκη στο Ειδικό
Δικαστήριο ξεκίνησε στις 11 Ιανουαρίου 1951.
Στις 15 Φεβρουαρίου
1951 το Ειδικό Δικαστήριο κήρυξε τον Πάνο Χατζηπάνο ένοχο απιστίας κατά του
Δημοσίου άνευ ιδιοτελείας και τον καταδίκασε σε φυλάκιση δύο μηνών με τριετή
αναστολή. Το δικαστήριο έκρινε ότι ο Χατζηπάνος με την απ’ ευθείας ανάθεση
ζημίωσε το Δημόσιο, δεν αποδείχθηκε όμως ότι αποκόμισε ο ίδιος προσωπικό όφελος
από αυτήν.
Οι συγκατηγορούμενοί
του Όλγα Κυριαζοπούλου και Βασίλειος Σκόπας κηρύχθηκαν ένοχοι για ηθική αυτουργία
και συνέργεια στην απιστία του Χατζηπάνου, επειδή τον έπεισαν και τον βοήθησαν
να την διαπράξει αντίστοιχα, και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση δύο μηνών η πρώτη
και ενός μηνός ο δεύτερος με τριετή αναστολή.
Το σκάνδαλο Χατζηπάνου
ήταν η δεύτερη περίπτωση καταδίκης Υπουργού από το Ειδικό Δικαστήριο στην
ιστορία του νέου ελληνικού κράτους μετά τα Σιμωνιακά του 1876.
Σιμωνιακά…
Τα Σιμωνιακά ήταν ένα
πολιτικό και εκκλησιαστικό σκάνδαλο που ξέσπασε στην Αθήνα το 1875. Αφορούσε τη
δωροδοκία δύο υπουργών της κυβέρνησης Δημητρίου Βούλγαρη από τέσσερις
υποψήφιους μητροπολίτες.
Εκείνη την περίοδο
είχαν μείνει κενές τρεις μητροπόλεις: της Μεσσηνίας λόγω της εκλογής του
Προκοπίου του Α΄ στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, της Κεφαλληνίας και των Πατρών. Ο
τότε Υπουργός των Εκκλησιαστικών Ιωάννης Βαλασόπουλος μαζί με τον Υπουργό
Δικαιοσύνης και γαμπρό του Δ. Βούλγαρη Βασίλειο Νικολόπουλο δωροδοκήθηκαν από
τέσσερις υποψηφίους μητροπολίτες με υψηλά χρηματικά ποσά και άλλα δώρα
(μετοχές, κοσμήματα), προκειμένου να πιέσουν την Ιερά Σύνοδο να τους εκλέξει
στις χηρεύουσες μητροπόλεις. Η υπόθεση αυτή ήρθε στο φως πολύ γρήγορα, η
συναλλαγή έγινε ευρύτερα γνωστή και ξέσπασε σκάνδαλο, παρά τα διαδικαστικά
εμπόδια που έθεταν συνεχώς οι κατηγορούμενοι. Η επόμενη κυβέρνηση του
πρωθυπουργού Χαριλάου Τρικούπη προώθησε τις ανακρίσεις για τη διαλεύκανση της
υπόθεσης.
Η υπόθεση έλαβε μεγάλες
διαστάσεις και συγκλόνισε την κοινή γνώμη, ενώ έγινε αφορμή για σκωπτικά σχόλια
κατά της Εκκλησίας και για να κατηγορηθεί ο Αρχιεπίσκοπος εξαιτίας της στάσης
του. Ο Εμμανουήλ Ροΐδης φέρεται να έγραψε: «Αν ουδέν άλλο προκύψει όφελος εκ
της ανακρίσεως περί των επισκοπικών, η νεοελληνική γλώσσα θέλει τουλάχιστον
πλουτισθή διά νέας λέξεως· εις τον μητροπολίτην δηλαδή θέλει προστεθεί και ο
μιτροπωλητής».
Η δίκη
Η Βουλή τελικά
παρέπεμψε με βάση τον νέο τότε «νόμο περί ευθύνης υπουργών» στις 22 Δεκεμβρίου
1875 τους δύο Υπουργούς μαζί με τους εν τω μεταξύ εκλεγέντες μητροπολίτες
Κεφαλληνίας Σπυρίδωνα Κομποθέκρα, Πατρών και Ηλείας Αβέρκιο Λαμπίρη και
Μεσσηνίας Στέφανο Αργυριάδη στο Υπουργοδικείο: τον Ι. Βαλασόπουλο με τις
κατηγορίες της δωροδοκίας και της εκβίασης, τον Β. Νικολόπουλο με την κατηγορία
της συναυτουργίας σε δωροδοκία και τους μητροπολίτες με την κατηγορία της
σιμωνίας. Οι υπουργοί μάλιστα προφυλακίστηκαν.
Η δίκη ξεκίνησε στις 26
Ιανουαρίου 1876 και ολοκληρώθηκε δύο μήνες μετά, στις 31 Μαρτίου. Συνολικά
κατέθεσαν 109 μάρτυρες. Κατά τη διάρκεια της δίκης, οι δύο αλληλοκατηγορούμενοι
υπουργοί έφτασαν έως του σημείου να ανταλλάσσουν ύβρεις και τελικά να
γρονθοκοπηθούν.
Όλοι οι κατηγορούμενοι,
πλην ενός, κρίθηκαν ένοχοι κατά το κατηγορητήριο και καταδικάστηκαν: ο Ι.
Βαλασόπουλος σε ποινή φυλάκισης ενός έτους, τριετή στέρηση των πολιτικών
δικαιωμάτων και στην καταβολή 56.200 δραχμών υπέρ του πτωχοκομείου, ο
Νικολόπουλος σε φυλάκιση δέκα μηνών και οι μητροπολίτες σε πρόστιμο διπλάσιο
από το ποσό που ο καθένας είχε καταβάλει ως δωροδοκία.
Σύμφωνα με τις
μαρτυρίες, ο επίσκοπος της Αργολίδας Τερζόπουλος είχε δώσει στον υπουργό
Εκκλησιαστικών Βαλασόπουλο 42.000 δρχ για να εξασφαλίσει την έδρα του.
Ο διευθυντής της
Ιερατικής Σχολής Χαλκίδος Βαρθολομαίος Γεωργιάδης έδωσε 9.000 δρχ σε μεσάζοντα
για να μιλήσει στον υπουργό. Ο επίσκοπος Κομποθέκρας έδωσε στο Βαλασόπουλο
10.000 δρχ για να πάρει την έδρα, άλλα για να υπογράψει το διάταγμα τού έδωσε
άλλες 8.000 δρχ.
Ένας από τους
μητροπολίτες αντί για χρήματα είχε δώσει ένα ζευγάρι σκουλαρίκια και μια χρυσή
καρφίτσα. Κάποιοι μητροπολίτες, μάλιστα, φυλακίστηκαν μέχρι να καταβάλουν τα
ποσά που τους επιδικάστηκαν —τα οποία έφταναν συνολικά τις 92.400 δρχ., μεγάλο
ποσό για τα δεδομένα της εποχής.
Η απόφαση του
δικαστηρίου διαβιβάστηκε στην Ιερά Σύνοδο για να επιληφθεί της υπόθεσης από την
πλευρά του Εκκλησιαστικού Δικαίου. Η Σύνοδος αποφάσισε στις 19 Απριλίου 1876
ότι δεν θεωρούσε μεν τις πράξεις αυτές σιμωνία κατά τους Ιερούς Κανόνες, έθεσε
όμως παρ' όλα αυτά τους μητροπολίτες σε τριετή αργία από κάθε ιεροπραξία. Ο
τότε Βασιλικός Επίτροπος (όπως λέγονταν τότε ο Εισαγγελέας) στη Σύνοδο, χωρίς
τη σύμπραξη του οποίου δεν μπορούσε να ληφθεί καμιά απόφαση) Νικόλαος Δαμαλάς,
καθηγητής Θεολογίας, αρνήθηκε να υπογράψει την απόφαση.
Το Υπουργείο
Εκκλησιαστικών όμως έθεσε εκ νέου το ζήτημα στην Ιερά Σύνοδο και ύστερα από
ενάμιση χρόνο, στις 19 Οκτωβρίου 1877, συνήλθε η τελευταία εκ νέου και ανέθεσε
στον Επίσκοπο Φωκίδος να προτρέψει εν ονόματί της τους τρεις Αρχιερείς να
υποβάλουν τις παραιτήσεις τους. Τελικά, όπως δήλωσαν στα σχετικά τους κείμενα,
«οικεία βουλήσει και προαιρέσει προς κατάπαυσιν των σκανδάλων μεταξύ της
Εκκλησίας και της Πολιτείας» παραιτήθηκαν στις 18 Νοεμβρίου 1877.
Τα Σιμωνιακά
αποτελούσαν μέρος των πολιτικών σκανδάλων της εποχής, που χαρακτηρίστηκαν
Στηλιτικά, επειδή ως «στηλίτες» κατηγορήθηκαν οι οπαδοί του Βούλγαρη,
στιγματισμένοι δηλαδή κατά συνέχεια της αναγραφής ονομάτων στην ατιμωτική στήλη
κατά σχετικό νόμο στην Αρχαία Αθήνα… (el.wikipedia)