Tης
Όλγας Αχειμάστου
Καλαβρύτων 1
“Πειραματικό Μουσείο Λογοτεχνίας”
Αντώνης Σαμιωτάκης.
Ένα μικρούλι στενό,
πλακόστρωτο γεμάτο πορτούλες από μικρές αυλίτσες με γύρισε γλυκά στα χρόνια της
κόνας Μαρίας, της γιαγιάς μου, στο προσφυγικό στενό του σπιτιού της εδώ στην
Αθήνα. Μακριά από την αγαπημένη της Σμύρνη που την χώρεσε όλη στην καρδιά της,
τόσο που χώρος δεν έμεινε να βάλει κανέναν άλλον πιά. Κι έτσι πέθανε από
καρδιά…
Αυτό το μικρό στενάκι,
Καλαβρύτων, στην Κοκκινιά, ξεκίνησα χθες τ’ απογεματάκι να το περπατώ ανάποδα
και γέμισε η καρδιά μου νοσταλγία απ’ εκείνο τον παγωτατζή που ξεχνώ τ’ ονομά
του, κι όμως σ’ αυτό το μικρό αμαξάκι του έκρυβε όλη την παιδική μου χαρά, η
γλώσσα να βουτήξει στα πέρατα της καρδιακής μου αγάπης και να θυμίσει τι
σημαίνει γλύκα. Μια γεύση που ποτέ ξανά δεν γεύτηκα.
Κοκκινιά.. πάντα μου
γέμιζε το συναίσθημα από τ΄ αγαπημένο μου χρώμα.
Κοκκινιά ! Μια μεγάλη
γειτονιά που τ’ ονομά της σε γεμίζει έρωτα κι αγάπη.
(Σαν παλιά ασπρόμαυρη
ταινία, σαν την κάλπικη λίρα, που ακούς τον Δημήτρη Μυράτ να αφηγείται
ενδιάμεσα στους ρόλους και στους διαλόγους)
Περπατώ όσο πιο σιγά
μπορώ, αναπνέω όσο πιο αργά μπορώ για να προλάβω να χωρέσω την γλύκα της
ανάμνησης μου. 23… 17… να προς τα κάτω είναι το 1.
Το Ένα.
Η Αρχή…
Και εν αρχή ην ο Λόγος.
Τυχαία άραγε βρέθηκε;
Μια μικρή βουκαμβίλια
έχει στριμωχτεί σ’ ένα πυθαράκι και παρά το λίγο χώμα που έχει, κάνει τη χάρη
στην φυτεύσασα κυρία της να την τέρπει με το καθάριο σπάνιο κόκκινο χρώμα της.
Τιμώντας την Κοκκινιά.
Μια κλίβια, ένα φυτό με
πορτοκαλί χωνάκια και μακρόστενα γυαλιστερά φύλλα που πεισματικά παραβγαίνουν
στην ομορφιά με την βουκαμβίλια με ξεδιαντροπιά ανεβαίνουν ψηλότερα κι απ το
πυθαράκι κάνοντας αυτή την αναμέτρηση χωρίς τέλος.
Ομιλίες ακούγονται από
τ΄ανοιχτά παράθυρα και στήνω αυτί μήπως ακούσω τη γιαγιά μου, που ενώ ήθελα
αγκαλιά μ’ ένα γλυκό συκαλάκι μου αντάλασσε την αγάπη της.
Ένας σαραντάρης έχει
λύσει το μηχανάκι του και το παρατηρεί πριν το επισκευάσει. Θέλω να ρωτήσω, πού
είναι ο αριθμός ένα, λες κι είναι καμμιά σοφία ότι είναι παρακάτω και
συνειδητοποιώ ότι αυτή μου η προτροπή, είναι η εσωτερική μου παρόρμηση να
«τσιμπήσω» τον εαυτό μου για να δω ότι είναι αλήθεια, αυτός ο γλυκός δρομάκος
κι όχι κομμάτι της παιδικής μου φαντασίας.
Θυμάμαι, ασυναίσθητα,
τη φίλη μου την Άννα και καταλαβαίνω από πού έρχεται όλη αυτή η γλύκα της
γραφής της… απ’ τις αυλές που μεγάλωσε, απ’ τα λουλούδια που μύρισε, απ’ τις
αγάπες που αντίκρισε, απ’ τα χωνάκια που έκλεισε στην καρδιά της και τους
βασιλικούς που ανάδεψε με τα δάχτυλά της. Και κάπου εκεί ανα γνώρισε και την
αγάπη που γεμίζει την δική μου καρδιά.
Να, νάτο, φαντάζει στην
άκρη του δρόμου σαν παλατάκι τ’ όμορφο διώροφο. Αυτό,που όμοιά του πιά είναι
λίγα. Πόσο μισώ τους αδαείς που γκρέμισαν αυτά τα υπέροχα σπίτια για να βάλουν
στη θέση τους αυτά τα άκομψα οικοδομήματα, που τρώνε πολύ ψυχή και καρδιά για
να γεμίσουν με αγάπη όχι όπως αυτά τα παλιά που ήταν ποτισμένα μ’ αυτήν.
Κοντοστέκομαι.
Τα μάτια μου σχεδόν
υγραίνονται. Θυμάμαι το διώροφο της κυρ Αθηνάς, κοντά στο σπίτι της γιαγιάς.
Που ανέβαινες στα σκαλάκια μια ξύλινη διπλή τζαμόπορτα, μεγάλη σπαστή, σα να
ξεκινούσε το σπίτι από κεί παρότι η σιδερένια μεγάλη πόρτα –πιο έξω στο δρόμο-
άνοιγε με μηχανισμό παρακαλώ για να σε αφήσει ν’ ανέβεις τα μαρμάρινα σκαλιά
και να βρεθείς εδώ.
Άνοιγε αυτή η διπλή
τζαμόπορτα κι ένα –στα μάτια μου- τεράστιο τετράγωνο τραπέζι απλωνόταν μπροστά
σου σκεπασμένο μ’ ένα νάϋλον.
Κι όταν σηκωνόταν το
νάϋλον…
-Αχ Θέ μου τι να
πρωτοδιαλέξεις ; τι να πρωτοδείς ; χιλιάδες πραματάκια τυλιγμένα με όλων των
χρωμάτων τα χρυσόχαρτα. Η αδελφή μου με κράταγε απ’ το χέρι, της είχαν φορτώσει
το μικρό να το πάει για «παρηγοριά» ΄κι εγώ πάντα έπαιρνα αυγουλάκια.
Γιατί μέσα έκρυβαν το
δαχτυλίδι με την μπλέ πέτρα. ‘Ένα δαχτυλιδάκι που φάνταζε στα μικρά μου
δαχτυλάκια, σαν ο τέλειος αρραβώνας. Αυτός που θα παντρευόμουν τον πραγματικό
μου εαυτό μέσα από έναν πρίγκηπα.
Αυτή η διάθεση με
κατέλαβε κι είχα φτάσει στην λίγο ανοιγμένη πορτούλα. Βλέπω απέξω…
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ.
Ανοίγω με προσοχή την
πόρτα –αυτήν την παλιά αλλά εύμορφη πόρτα– και τι άλλο θα μπορούσα ν’ αντικρύσω
παρά αυτά τα όμορφα σκαλιά που το ανέβασμά τους με οδηγούσε πάντα στα ζαχαρωτά
αυγουλάκια. Πανέμορφη γυριστή ξύλινη σκάλα και από τη πόρτα γεμάτοι οι τοίχοι
της με όμορφες ζωγραφιές.
Μια όμορφη, σοφή,
προστατευτική, τεράστια γλαύκα στεκόταν εκεί Κυρά του Μουσείου. Και μέσα ο
κύριος της, ο κριτικός, λογοτέχνης, ποιητής, μουσικός –γιατί η φωνή του
τρεμοπαίζει με νότες- και γεμάτος Αγάπη γιατί εκείνος κει το ανάστησε αυτό το
Μουσείο. Και το διατηρεί και γράφει και ταξινομεί κάθε βιβλιάκι του, κάθε
κομματάκι, κάθε προτομή, κάθε, κάθε… Και το βλέπεις αυτό από την χαρά του να
στο εξιστορήσει το Μουσείο.
Κάθε δωμάτιο μια
θεματική ενότητα. Κάθε γωνιά μια αγάπη για τη Λογοτεχνία, Μουσική, Γραφή,
Ποίηση.
Αλήθεια τέτοιο Μουσείο
Λογοτεχνίας δεν υπάρχει πουθενά. Με την λαχτάρα του αρχοντικού της κυρ’ Αθηνάς,
με τη λαχτάρα του ζαχαρωτού αυγού και τον αιώνιο αρραβώνα με την κυρά του
Λόγου.
Κάθε συρταράκι που
ανοίγει λες ξεβγαίνει μια χούφτα γιασεμιά που στολίζουν τα μαλλιά σου, πέφτουν
στα μάτια σου χαρίζοντας το λευκό τους, κατεβαίνει στη μύτη σου λιγώνοντας σε
με το άρωμά τους και καταλήγουν στην καρδιά σου γεμίζοντας την ψυχή με την
ευγνωμοσύνη προς τον Πλάστη.
Πολλές απεικονίσεις σε
αγαλματάκια, σε πρες παπιέ, σε σφραγιδούλες, σε κάρτες, σε ζωγραφική από Α
νθρώπους, άντρες, γυναίκες, παιδιά, μ΄ένα βιβλίο να διαβάζουν, θυμίζοντας ότι
όταν το βιβλίο ήταν το παράθυρο στη γνώση τα μυαλά ήταν πιο ευφάνταστα, η
καρδιά πιο γεμάτη από αγάπη, τα κορμιά πιο πρόθυμα να ερωτευτούν, τα πόδια σε
εγρήγορση να τρέξουν στην δουλειά… τότε που μόνο τα θερινά σινεμά με τα
χαλικάκια στο πάτωμα και τα νυχτολούλουδα στους πλαινούς τοίχους θύμιζαν ότι η
αγάπη για τα ταξίδια γεννιέται στα μάτια… Τότε που το μαλλί της γριάς ήταν
σχεδόν αρκετό. Τότε που η ματιά αγκάλιαζε τις γυναικείες καμπύλες. Τότε… που η
τηλεόραση ήταν ανύπαρκτη..
Έξω, στο μικρό μπαλκονάκι
με τις 4 γλαστρούλες, θαρρείς αναπνέεις την αύρα από τους κρεμαστούς κήπους της
Βαβυλώνος… Γιατί το νεράκι που τα ποτίζει έχει εκτός από Υδρογόνο κι Οξυγόνο
πολύ Αγάπη και Υπομονή να βλαστίσουν…
Εκεί στο γραφείο με τις
πολλές διακρίσεις στον ένα τοίχο και τις προσωπογραφίες του Αντώνη Σαμιωτάκη
στον άλλον, εκεί ήρθε το δώρο! Το “Αψέντι”!!! με προσωπική αφιέρωση. Ένα βιβλιο
που μου θύμισε τη κόνα Σμαράγδα απ’ το Συνοικισμό. Ένα άλλο μέρος μακριά απ’ τη
Κοκκινιά που μάζεψε κι αυτό Σμυρνιούς και Σμυρνιές.
Το κουτάκι με τις
κάρτες από το υπέροχο Πειραματικό Μουσείο Λογοτεχνίας έρχονται στα χέρια μου.
Δεν αντέχω και τις ανοίγω μόλις πήγα λίγο παρακάτω φεύγοντας έξω από ένα
πιλοποιείο… Όμορφα πολλά καπέλλα.
Ανοίγω το κουτάκι και
ξεχωρίζω:
Εωθινό
Πουλιά, άκου πουλιά.
Στάσου, μη λες.
Σσσσσς. Τώρα πετάμε.
Πετάμε.
Χέρια, κοίτα τα χέρια.
Σσσσσς. Τώρα σιωπάμε.
Σιωπάμε.
Φιλιά. Άκου φιλιά.
Νιώσε, μη λες.
Σσσσς. Τώρα αγαπάμε.
Αγαπάμε.
Αντώνης Σαμιωτάκης
20.12.2003
Για κείνο το λεπτό,
αυτό με γέμισε… και μετά “Που Ζωγράφιζα” γραμμένα από το χέρι του, μόνο που μου
λείπουν λίγο οι δασείες, οι περισπωμένες…
Πόσα να χωρέσει η ματιά
σε λίγη ώρα…;;;
Δεν έχεις πάει; Αααα
χάνεις βρε…
Θες να πάμε;;;
Γιατί εγώ θα ξαναπάω. Και
αν γίνεται θα φέρω μαζί μου κόσμο.
Να δει να φχαριστηθεί…
Θέλεις να πάμε;;;
Με πολλά ευχαριστώ και
Αγάπη γι αυτά που η ενθύμιση ζωντάνεψε.
Όλγα
Π. Αχειμάστου
Ο ποιητής Αντώνης
Σαμιωτάκης γεννήθηκε στη Νίκαια του Πειραιά και είναι Μικρασιατικής καταγωγής.
Σπούδασε Νομικά, στη
συνέχεια εργάστηκε σαν δημοσιογράφος κι αργότερα στον Ναυτιλιακό τομέα.
Είναι Διευθυντής του
“Πειραματικού Μουσείου Λογοτεχνίας” και Αντιπρόεδρος του Φορέα
Γραμμάτων-Τέχνης-Μουσικής “Λίνος”. Διετέλεσε επί σειρά ετών Γενικός Γραμματέας
της “UNESCO Τεχνών-Λόγου-Επιστημών-Ελλάδος”, Πρόεδρος του “Ορειβατικού
Φυσιολατρικού Ομίλου Νικαίας”, και Δημοτικός Σύμβουλος στην πόλη της Νίκαιας.
Παλαιότερα συμμετείχε
στα Διοικητικά Συμβούλια, της “Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης Πειραιά”, της “Παγκόσμιας
Εστίας Λογοτεχνών”, της “Επιτροπής Καλλιτεχνών για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη”,
και του διαδημοτικού ραδιοφ. σταθμού “Ράδιο 5”.
Σήμερα είναι τακτικό
μέλος της “Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών”, της “Διεθνούς Εταιρίας Ελλήνων
Λογοτεχνών”, της “Ελληνικής Γλωσσικής Κληρονομιάς”, και της “Ελληνικής Eταιρίας
Δικαίου του Περιβάλλοντος”.
Ο Αντώνης Σαμιωτάκης
πρωτοεμφανίστηκε στα Γράμματα, το 1978, με την ποιητική συλλογή «Πικραμύγδαλα».
Ακολούθησαν η «Διαδρομή» (1983), το «Άλικο» (1986), οι «Δακρυρρόες-Αποτυπώματα»
(1990), οι «Νύχτες και Μέρες» (1993), το «Αμήν» σε πρώτη έκδοση (1998) και σε
δεύτερη (2000), οι «Μικρές Αφές 1» (1998), οι «Παλμογραφίες» (2003), οι «Μικρές
Αφές 2» (2003), το «Ηδύ του έρωτος» (2006), το «Αψέντι» (2008), και οι «Μικρές
Αφές 3» (2010).
Είναι έτοιμα προς
έκδοση τα βιβλία του, «Επί των αοράτων» ποίηση, «Μικρές Αφές 4», «Μικρές Αφές
5» κριτικά δοκίμια, «Άνεμος Έρως» θεατρικό, «Καθρέφτης στη σκουριά» αφήγημα,
«Ποιητής δεσμώτης» ποίηση, «Πεζάνθη» λυρικά κείμενα, «Εικαστικές ιχνηλασίες»
κείμενα και χρώματα.
Λυρική φωνή, ο Αντώνης
Σαμιωτάκης, δίνει με την ποίησή του το στίγμα του από τη θάλασσα των ιδεών και
των ενατενίσεων.
Ο Αντώνης Σαμιωτάκης,
εκτός από ποιητής, είναι και κριτικός τέχνης, έχοντας εκδώσει δύο προς τούτο
βιβλία, και δημοσιεύοντας συχνά κριτικά του σημειώματα στον περιοδικό τύπο.
Ακόμη, παρουσιάζει πλούσια πνευματική δράση, με ομιλίες, διαλέξεις, κριτικές αποτιμήσεις
στην Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα, και με την δραστηριοποίηση του μόνιμου
Φιλολογικού του Καφενείου.
Ο Αντώνης Σαμιωτάκης
έχει διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, βιβλία του έχουν λάβει σημαντικά
βραβεία και έχει τιμηθεί για την προσφορά του στα Γράμματα από Ελληνικούς και
Ευρωπαϊκούς Φορείς και Ακαδημίες.
Έχει μεταφραστεί στα
Ιταλικά, τα Αγγλικά, τα Γαλλικά, τα Ισπανικά, τα Βουλγαρικά και τα Αραβικά και
έχει συμπεριληφτεί σε εγκυκλοπαίδειες και πολλές ανθολογίες. Ποιητικά του έργα
έχουν μελοποιηθεί και κυκλοφορούν σε cd από τις μουσικές παραγωγές “Υδροχόος”.
Εκδίδει την Επιθεώρηση
Γραμμάτων Τέχνης και Κοινωνικού Προβληματισμού «Φιλολογική Κοκκινιά», και είναι
ιδρυτής «Φιλοσοφικού Ουμανιστικού Κινήματος», έχοντας ανέκδοτο φιλοσοφικό έργο
και συμμετέχοντας στα φιλοσοφικά φόρουμ.