Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Αντράλα… μια σκοτοδίνη, μια ζάλη!!!


Αντράλα  (και ντράλα) είναι η ζάλη, η σκοτοδίνη, ο ίλιγγος. Ακούγεται περισσότερο στην Βόρειο Ελλάδα, αλλά είναι λέξη σχεδόν πανελλήνια. Το ρήμα είναι αντραλίζομαι και προέρχεται από το μεσαιωνικό τραλίζομαι (π.χ. στον Πτωχοπρόδρομο), που σημαίνει επίσης...

«ζαλίζομαι, σκοτίζομαι» και που ο Κοραής το είχε ετυμολογήσει από το τραυλός.
Ο Καζαντζάκης χρησιμοποίησε συχνά στην Οδύσειά του την αντράλα, και μάλιστα σε επιστολή του στον Κακριδή υπερασπίστηκε την χρήση αυτής της «καθαρότατα δημοτικής» λέξης. Στο δημοτικό του «Κάστρου της Ωριάς», ο μεταμφιεσμένος Τούρκος παρακαλεί την κυρά του να μην τον ανεβάσει με τον σάκο: «Μη κυρά τον σάκο κι αντραλίζομαι» έτσι και αυτή ανοίγει την πόρτα του κάστρου. Υπάρχει και η αστεία παροιμία «Κρεμάστε τον αδερφό μου γιατί εγώ αντραλίζομαι», που την χρησιμοποίησε στην Βουλή πριν από μερικά χρόνια ο Φ. Χατζημιχάλης, βουλευτής Λάρισας.
Η αντράλα μπορεί να οφείλεται σε πείνα: «Αντραλίζομαι, πεινώ», παρακαλεί ο κυρ Μέντιος του Βάρναλη, για να πάρει την απάντηση ότι θα φάει στον ουρανό μπορεί και σε έρωτα: στο τραγούδι Μη γαρίφαλό μου (Μ. Λοϊζος – Λ. Παπαδόπολος), ο τραγουδιστής παραπονιέται ότι «κλαίω κι αντραλίζομαι, πέφτω και τσακίζομαι κι αυτή δεν με προσέχει. Αντράλα είναι και η ζάλη μετά το μεθύσι. Σίγουρα δεν πρέπει να λείπει από τα νεότερα λεξικά μας.


(Λέξεις που χάνονται, του Νίκου Σαραντάκου, από το ΒΗΜΑ)