Η Μαίρη, είχε φτάσει ήδη δύο ημέρες στο νησί...
Χάζευε στην ηρεμία του χειμώνα τα σπίτια που παρά την μουντάδα του καιρού δεν έχαναν την λαμπρότητα και την αρμονία τους με το γαλάζιο της θάλασσας. Περίμενε να συναντήσει τον ιδιοκτήτη του σπιτιού τρείς ημέρες μετά την άφιξη της στο ξενοδοχείο που διέμενε.Πάντα έτσι
λειτουργούσε, όταν την καλούσαν σε ένα μέρος που δεν είχε επισκεφτεί ξανά, το
ερευνούσε να μάθει την ιστορία του, να μάθει τα μυστικά που έκρυβε κάθε τόπος.
Αυτό την βοηθούσε και στην δουλειά της. Σαν και τούτη την στιγμή. Άφησε να την
παρασύρει το όμορφο αλλά ταυτόχρονα λαμπρό κλίμα του νησιού ένιωθε όμορφα, σαν
από χρόνια να ζούσε εκεί. Σε κάθε της δουλειά άφηνε το στίγμα της, ενώ εδώ
λειτουργούσε διαφορετικά από την ώρα που πάτησε στο λιμάνι. Σαν να έβρισκε το στίγμα
της και όχι το αντίθετο.
Τα στενά λευκόστρωτα
δρομάκια έμοιαζαν με πίνακα που περπατούσε επάνω του, οι μυρωδιές από τους
πανσέδες έφταναν να αγγίζουν όλες τις αισθήσεις της, κάπου κάπου στεκόταν και
κοίταζε τα καλοδιατηρημένα σπιτάκια των κατοίκων που από μέσα ακούγονταν φωνές
και γέλια από τις οικογένειες που τα κατοικούσαν. Οι καμινάδες έβγαζαν καπνό
και ενώ ακόμα ήταν πρωί μαρτυρούσαν ότι η ζωή στα μέρη αυτά ξεκινά με το πρώτο
φως της ημέρας και τελειώνει όταν πια το πρώτο αστέρι εμφανιστεί να προϋπαντήσει
το φεγγάρι που έστεκε να φυλά το πανέμορφο τούτο τοπίο.
Ο αέρας παγωμένος, τα
μάγουλα της και τα χέρια της είχαν κοκκινήσει. Φορούσε ένα χοντρό μάλλινο παλτό
καρό, ένα πλεκτό πράσινο σκούρο κασκόλ που κάλυπτε τον λαιμό της, ένα παντελόνι
τζιν καμπάνα και από κάτω αθλητικά παπούτσια. Ήταν γενικά καλά ντυμένη αλλά
είχε αρχίσει να κρυώνει. Στην δουλειά της δεν υπήρχε dress code γιατί εκείνη
την όριζε, είχε καταφέρει οι πελάτες της να την αντιμετωπίζουν με την ίδια
ειλικρίνεια που τους αντιμετώπιζε και εκείνη. Η σκέψη της την οδήγησε στο
κεντρικό δρομάκι του νησιού που έφτανε έως την πλατεία. Άδειες καρέκλες, τα
φύλα των δέντρων έρμαια του αέρα. Δυο κυρούλες κάθονταν σε ένα πεζούλι με
λιγοστά ψώνια μέσα σε ένα διχτάκι για ψώνια. Δυο καρβελάκια ψωμί και κάτι
φρούτα. Χαμογέλασε, αν ένας Αθηναίος έβλεπε αυτή την εικόνα θα έκανες
παρατήρηση στις κυράδες. Μα ήταν δυνατόν το άπλυτο φρούτο να ακουμπά το ψωμί
που θα μπει στο τραπέζι…
Και όμως, η Μαίρη
γύρισε πίσω, τότε που όλα ήταν απλά, μπορεί ο τόπος τούτος να ήταν ένας
καλοκαιρινός κοσμοπολίτικος προορισμός, αλλά τον χειμώνα ήταν ένα ξεχασμένο
θαλάσσιο χωριό που η ζωή κυλούσε όπως πάλαι ποτέ, δίχως τα περίεργα βλέμματα
των τουριστών….
Συνεχίζεται…
Κατερίνα Κονίτσα
Σωπύλη