Σάββατο 28 Μαΐου 2011

«Η Πόλις Εάλω»

Πέρασαν 558 χρόνια από εκείνη τη μοιραία νύχτα, στις 29 Μαΐου του 1453, που η όμορφή μας Πόλη έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης ήταν πια, γεγονός.
Η αγάπη και η πίστη του Ελληνικού λαού δε μπόρεσε να χωνέψει αυτή την μεγάλη καταστροφή. Όσα χρόνια κι αν πέρασαν, όσα χρόνια κι αν περάσουν, πάντα βαθιά μέσα μας έχουμε την πίστη και την ελπίδα πως πάλι κάποια στιγμή η Πόλη θα γίνει δικιά μας.
Αυτή η λατρεία του λαού μας, έπλασε για εκείνη την ημέρα αρκετούς μύθους, που ευτυχώς, διασώζονται μέχρι και σήμερα.
Ο πιο γνωστός σε όλους μας είναι αυτός του «Μαρμαρωμένου Βασιλιά». Όταν μπήκαν οι Τούρκοι στην Πόλη, ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, ο βασιλιάς, αντί να τρέξει να σωθεί, έτρεξε να τους εμποδίσει. Οι Τούρκοι έπεσαν απάνω του κι εκείνος συνέχισε να τους χτυπά αδιάκοπα με το σπαθί του. Κάποια στιγμή, ένας «αράπης» σήκωσε το σπαθί του να τον χτυπήσει. Τότε ήρθε ένας άγγελος Κυρίου, τον άρπαξε και τον πήγε σε μια σπηλιά, βαθιά μέσα στη γη, κοντά στη Χρυσόπορτα.
Εκεί μένει μαρμαρωμένος καρτερώντας να ’ρθει πάλι ο άγγελος να τον σηκώσει, να μπει στην Πόλη από την Χρυσόπορτα και κυνηγώντας με τα φουσάτα του, τους Τούρκους, να τους διώξει ως την κόκκινη Μηλιά.
Μια άλλη παράδοση είναι «τα ψάρια του καλόγερου». Κάποιος καλόγερος είχε ψαρέψει σ’ ένα ποτάμι, στη Ήπειρο, ψάρια και τα τηγάνιζε κοντά στην όχθη του ποταμού. Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε από ένα πουλί το μήνυμα της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους. Ο καλόγερος δεν το πίστεψε και είπε ότι αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αυτά τα μισοτηγανισμένα ψάρια να ζωντανέψουν και να πηδήσουν μέσα στη λίμνη. Έτσι κι έγινε.
Τα ψάρια ζωντάνεψαν και πήδησαν στη λίμνη, που και αυτά με τη σειρά τους περιμένουν να ξαναγίνει η Πόλη Ελληνική. Τότε λέγεται πως θα έρθει ένας άλλος καλόγερος να συνεχίσει το τηγάνισμα εκεί που το είχε αφήσει ο τότε ο προηγούμενος.
Επίσης λέγετε, ότι στο ίδιο ποτάμι ήταν κάτι βοσκοί και πότιζαν τα κοπάδια τους. Τη στιγμή που ακούστηκε το μήνυμα του πουλιού, τα νερά του ποταμιού σταμάτησαν να κυλάνε, αφού και το φυσικό στοιχείο θεώρησε ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν κάτι το ανήκουστο.
Το ποτάμι θα συνεχίσει και πάλι να κυλάει, μόλις απελευθερωθεί η Πόλη.


Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη κατέστρεψαν και λεηλάτησαν τα πάντα, ακόμα και εκκλησίες και μοναστήρια.
Εκείνες τις δύσκολες ώρες ο κόσμος έτρεχε πανικόβλητος να σωθεί. Αρκετοί είχαν καταφύγει στην Αγιά Σοφιά, κυρίως γυναικόπαιδα, για να αποφύγουν τον θάνατο. Οι φανατισμένοι δερβίσηδες μωαμεθανοί μπήκαν στην εκκλησία και άρχισαν να τους σφάζουν, χωρίς να κάνουν διακρίσεις. Ο σωρός των πτωμάτων έφτασε τα 10 μέτρα.
Η παράδοση λέει ότι όταν ο Σουλτάνος Μωάμεθ προσπάθησε να μπει στο ναό, το άλογο του σκόνταψε πάνω στα πτώματα και με την οπλή του άφησε ένα σημάδι στην κορυφή ενός στύλου, το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα.
Στη συνέχεια άρχισαν να καταστρέφουν τον ίδιο το ναό. Κατέστρεψαν εικόνες και τοιχογραφίες. Φτάνοντας στον γυναικωνίτη, ένας τσαούσης (Τούρκος αξιωματικός) προσπάθησε με έναν πέλεκυ να καταστρέψει μια τοιχογραφία της Παναγίας που κρατά στα χέρια της τον Ιησού μωρό. Τότε έγινε το θαύμα!
Με το πρώτο χτύπημα στην τοιχογραφία κεραυνοβολήθηκε κι έπεσε νεκρός. Οι Τούρκοι δεν πανικοβλήθηκαν και έστειλαν και άλλον. Όταν είδαν να συμβαίνει ακριβώς το ίδιο και με τον δεύτερο, πανικοβλήθηκαν και το έβαλαν στα πόδια. Η συγκεκριμένη τοιχογραφία σώζεται μέχρι σήμερα στον δεξιό εξώστη της Αγιά Σοφιάς.
Λέγεται πως την ώρα που μπήκαν οι Τούρκοι στο ναό, δεν είχε τελειώσει η λειτουργία. Ο παπάς λειτουργούσε και ήταν έξω με το δισκοπότηρο. Μόλις τους είδε, μπήκε σε μια πόρτα για να διαφυλάξει τα άγια και η πόρτα έκλεισε αμέσως. Οι Τούρκοι τον κυνήγησαν, αλλά δεν κατάφεραν να τον βρουν. Βρέθηκαν μπροστά σ’ ένα λείο τοίχο που όσο κι αν προσπάθησαν να τον ανοίξουν, δεν τα κατάφεραν.
Όταν η Πόλη γίνει Ελληνική, λέγεται πως θα βγει ο παπάς να τελειώσει τη λειτουργία στην Αγιά Σοφιά.
Ακόμα εκείνη την ημέρα η παράδοση λέει ότι έβαλαν σ’ ένα καράβι την Αγία Τράπεζα να την πάνε στη Φραγκιά, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Στη θάλασσα του Μαρμαρά, το καράβι άνοιξε και η Αγία Τράπεζα βούλιαξε στον πάτο.
Από τότε στο μέρος εκείνο η θάλασσα είναι λάδι, όση θαλασσοταραχή και κύματα κι αν είναι γύρω. Όσο κι αν προσπάθησαν να τη βρουν, δε τα κατάφεραν.
Ο λαός μας λέει: «Όταν θα πάρουμε την πόλη πάλι, θα βρεθεί η αγία Τράπεζα, και θα την στήσουν στην Αγιά Σοφιά να γίνουν σ’ αυτήν τα εγκαίνια».


«Σώπασε κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα ’ναι».

Καλλιόπη Γραμμένου
Δημοσιογράφος-Παιδαγωγός