Ως σιωπηλός «φονιάς της όρασης» χαρακτηρίζεται...
από τους
ειδικούς το γλαύκωμα, μία
χρόνια εξελικτική πάθηση, που συνοδεύεται από την αύξηση της ενδολφθαλμιας
πίεσης.
Αφορά όλους, από βρέφη έως υπερήλικες,
και αποτελεί παγκοσμίως τη συχνότερη αιτία μη αναστρέψιμης τύφλωσης, η οποία
στα πρώτα της στάδια είναι ασυμπτωματική.
Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία του
Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας, το γλαύκωμα αποτελεί
το δεύτερο συχνότερο αίτιο τύφλωσης στον πλανήτη, ενώ οι γλαυκωματικοί ασθενείς
από 60.500.000 που ήταν το 2010 υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσουν τους 80.000.000
το 2020 και οι μισοί και παραπάνω γλαυκωματικοί ασθενείς παγκοσμίως παραμένουν
αδιάγνωστοι.
Ωστόσο, αν το γλαύκωμα διαγνωστεί έγκαιρα,
είναι εφικτό να αποτραπούν οι καταστροφικές για την όραση συνέπειές του.
Όπως εξηγεί ο χειρουργός οφθαλμίατρος
– ειδικός στην παθολογία του αμφιβληστροειδούς, Θάνος Σουσούρας, σε ενημερωτικό
συμβουλευτικό άρθρο του με αφορμή την Παγκόσμια Εβδομάδα Γλαυκώματος 12-18
Μαρτίου, το γλαύκωμα είναι
μια ομάδα οφθαλμικών παθήσεων, που προκαλούν βλάβη στο οπτικό νεύρο.
«Το οπτικό νεύρο είναι το ‘καλώδιο’
που ενώνει τον οφθαλμό με τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Αν προκληθεί βλάβη σε ένα
σύνολο ινών του οπτικού νεύρου, όπως συμβαίνει στο γλαύκωμα, το αποτέλεσμα είναι απώλεια όρασης. Οι νευρικές ίνες που καταστράφηκαν δυστυχώς δεν
αναγεννώνται και το τμήμα του οπτικού πεδίου στο οποίο ελαττώθηκε ή χάθηκε η
όραση, δεν επανέρχεται.
Γι’ αυτόν το λόγο η πρόληψη και η
διάγνωση της νόσου είναι ιδιαίτερα σημαντική» επισημαίνει ο κ. Σουσούρας και
παράλληλα προσθέτει ότι:
«Το γλαύκωμα είναι μια χρόνια εξελικτική πάθηση που συνήθως
συνοδεύεται από αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης, εξαιτίας αδυναμίας απαγωγής του
υδατοειδούς υγρού που φυσιολογικά παράγεται στο εσωτερικό του οφθαλμού.
Η ενδοφθάλμια πίεση που ασκείται στο
οπτικό νεύρο, μπορεί να οδηγήσει σε μη αναστρέψιμη απώλεια όρασης ή και ολική τύφλωση.
Αξίζει να αναφέρουμε πως αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση μόνο δεν σημαίνει
απαραιτήτως γλαύκωμα, αν δεν παρατηρείται βλάβη του οπτικού νεύρου. Η κατάσταση
αυτή ονομάζεται οφθαλμική υπερτονία».
Οι σημαντικότεροι παράγοντες κινδύνου
για το γλαύκωμα είναι
η ηλικία, η φυλή, το οικογενειακό ιστορικό, έντονα διαθλαστικά προβλήματα,
καρδιαγγειακοί παράγοντες, ο διαβήτης, ιστορικό τραύματος ή φλεγμονής του
οφθαλμού, λεπτοί κερατοειδείς και μακροχρόνια χρήση κορτιζονούχων.
«Όσο πιο γρήγορα γίνει η διάγνωση του
γλαυκώματος, τόσο περισσότερη όραση μπορεί
να διατηρηθεί. Η διάγνωση του γλαυκώματος περιλαμβάνει απαραίτητα μέτρηση της
ενδοφθάλμιας πίεσης – τονομέτρηση, εξέταση οπτικής περιμετρίας – οπτικά πεδία,
μέτρηση του πάχους του κερατοειδούς – παχυμετρία, γωνιοσκοπία και κλινική
εξέταση του οπτικού νεύρου του οφθαλμού από έμπειρο οφθαλμίατρο. Πρωταρχικός
στόχος για την αντιμετώπιση τoυ γλαυκώματος είναι η ελάττωση της ενδοφθάλμιας
πίεσης.
Συνήθως αντιμετωπίζεται αρχικά με τη
χορήγηση κολλυρίων και οφθαλμικών σταγόνων. Θεραπευτικές μέθοδοι με τεχνολογία
laser ή και χειρουργικές τεχνικές, ανάλογα πάντα και με τον τύπο γλαυκώματος,
εφαρμόζονται στην περίπτωση που η φαρμακευτική αγωγή δεν αποδεικνύεται
αποτελεσματική» προθέτει ο κ. Σουσούρας, τονίζοντας ότι το χρόνιο απλό γλαύκωμα είναι απόλυτα ασυμπτωματικό.
Ο κ. Σουσούρας συνιστά στους ασθενείς
με γλαύκωμα να
παίρνουν τα φάρμακα τους (κολλύρια ή ταμπλέτες) όπως ακριβώς έχει συστήσει ο
οφθαλμίατρός τους και να ενημερώσουν τον γιατρό τους για ενδεχόμενες
παρενέργειες της φαρμακευτικής αγωγής. Επίσης εξαιτίας του κληρονομικού
παράγοντα, συνιστά στους γλαυκωματικούς να ενθαρρύνουν τους ενήλικες συγγενείς
τους να υποβάλλονται και αυτοί τακτικά σε οφθαλμολογική εξέταση…
(gossiplife.gr)